17/12/13

Η Β΄ Οικουμενική Σύνοδος στο επίκεντρο της Γ΄ Ιερατικής Σύναξης της Ι. Μητροπόλεως Δημητριάδος


Πραγματοποιήθηκε σήμερα στο Συνεδριακό Κέντρο Θεσσαλίας η Γ΄ Γενική Ιερατική Σύναξη της Ιεράς Μητροπόλεως Δημητριάδος, για το τρέχον Εκκλ/κό έτος, υπό την προεδρεία του Σεβ. Μητροπολίτου Δημητριάδος κ. Ιγνατίου και τη συμμετοχή του συνόλου των Κληρικών της Τοπικής Εκκλησίας. Το θέμα της Συνάξεως ήταν «Η Β΄ Οικουμενική Σύνοδος»


Πρώτος ομιλητής ήταν ο Πρωτ. Γεώργιος Δορμπαράκης, Θεολόγος - Συγγραφέας, ο οποίος θα ανέπτυξε το θέμα «Ιστορία και Θεολογία της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου»
Ο ομιλητής επεσήμανε ότι «δεν μπορεί να κατανοηθεί η ΒΟικουμενική Σύνοδος χωρίς την προηγηθείσα Πρώτη. Διότι αυτό που απετέλεσε την κύρια αιτία συγκροτήσεως της Πρώτης, η αίρεση του αρειανισμού, αυτό υπήρξε και το έναυσμα για την διαδικασία συγκροτήσεως και της Δευτέρας...»
Στη συνέχεια ο π. Γεώργιος κατάγραψε τις παραμέτρους του έργου της Συνόδου, που ήταν «α) η ανανέωση της κοινωνίας των μελών της, β) η διατύπωση  συντόμων όρων για την επικύρωση της πίστεως της Νικαίας, γ) ο αναθεματισμός των αιρετικών παρεκκλίσεων από την πίστη αυτή, και δ) η  ψήφιση ορισμένων κανόνων σχετικών προς την κανονική τάξη της Εκκλησίας»
Ακολούθως, αναφέρθηκε, επιγραμματικά, στο Κανονικό έργο της Συνόδου και επικεντρώθηκε στο Θεολογικό, παρατηρώντας ότι «η συνήθης άποψη ότι η ΒΟικουμενική Σύνοδος συνέταξε νέο σύμβολο, το σύμβολο Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως, μολονότι διαδεδομένη και διαρκώς επαναλαμβανομένη, τίθεται εν αμφιβόλω από πολλούς εκκλησιαστικούς ιστορικούς. Κι ένας ισχυρός λόγος αμφισβητήσεως της απόψεως αυτής είναι το γεγονός ότι το συγκεκριμένο σύμβολο δεν χρησιμοποιήθηκε ποτέ από τις Εκκλησίες τουλάχιστον της Ανατολής μέχρι την ΔΟικουμενική Σύνοδο (451). Εκείνο που ισχυρίζονται οι αμφισβητούντες είναι ότι η Σύνοδος της Κων/λεως πράγματι δεν συνέταξε νέο Σύμβολο Πίστεως, όχι βεβαίως επειδή δεν είχε συνείδηση Οικουμενικής Συνόδου, αλλά επειδή είχε τη σαφή συνείδηση ότι δεν ήταν αναγκαία η σύνταξη ενός νέου Συμβόλου Πίστεως, αφού αρκούσε το σύμβολο της Νικαίας... Τί είναι, λοιπόν, το Σύμβολο Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως; Πρόκειται γιαυτό που καθορίζει ο κανόνας 7 της Συνόδου, δηλ. για τον τρόπο επιστροφής των καταδικασθέντων αιρετικών του πρώτου κανόνα διά λιβέλλου πίστεως...»
Στο Θεολογικό έργο της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου δεσπόζει, ασφαλώς, η δογματική αναφορά στο Άγιο Πνεύμα: «Η ΒΟικουμενική Σύνοδος είναι συνδεδεμένη και με την φυσική θεότητα του τρίτου προσώπου της Αγίας Τριάδος, του Αγίου Πνεύματος. Οι αρειανόφρονες ήταν όλοι πνευματομάχοι και η φυσική φορά των πραγμάτων οδηγούσε και προς τα εκεί, δηλ. στην καταδίκη από την Σύνοδο της άρνησης της θεότητας του Αγίου Πνεύματος και στην προβολή της φυσικής θεότητάς Του. Λοιπόν, ο Τόμος πίστεως της Συνόδου, η   Ομολογία πίστεως, ό,τι καθορίστηκε ως οικουμενικό, τελικώς, Σύμβολο Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως, περιελάμβανε και την ανάπτυξη της περί του Πνεύματος πίστεως...»
Περαίνοντας την ομιλία του ο π. Γεώργιος προέβη σε τρεις βασικές παρατηρήσεις: 1) «Όχι μόνο είναι αξιοπρόσεκτο, αλλά προκαλεί και συγκίνηση το γεγονός ότι οι Πατέρες και της ΑΟικουμενικής Συνόδου, αλλά και της Β΄, όπως και των υπολοίπων ασφαλώς Συνόδων, συνέχονταν μονίμως από την αδιάκοπη μέριμνα της πιστότητάς τους στην Αποστολική Παράδοση, της πιστότητάς τους δηλ. στην αποκάλυψη του Θεού εν προσώπω Ιησού Χριστού...Τυχόν αμφισβήτηση του Ιησού Χριστού ως του ενσαρκωθέντος Θεού, τυχόν δηλ. αμφισβήτηση της κατουσίαν θεότητάς Του, όπως και αμφισβήτηση του τρίτου προσώπου της Αγίας Τριάδος του Αγίου Πνεύματος, διά του Οποίου και μόνο γίνεται προσιτός και γνωστός στον άνθρωπο ο Χριστός, θα σήμαινε έκπτωση του ανθρώπου από τον σκοπό της Θείας Οικονομίας και συνεχιζόμενη παραμονή του στην κατάσταση της πτώσεως... 2) οι Πατέρες, ιδίως της ΒΟικουμενικής Συνόδου, κατεδίκασαν απερίφραστα την ευκολία των διαφόρων τάσεων αιρετικών αρειανοφρόνων να συντάσσουν σύμβολα και ομολογίες πίστεώς τους, προκειμένου, αφενός να πείσουν τις Εκκλησίες και τον αυτοκράτορα για την ορθότητα των διδασκαλιών τους, αφετέρου και πρωτίστως, να απομειώσουν την αξία του Συμβόλου της Νικαίας... και 3) είναι μεγάλο σφάλμα να διαχωρίζει κανείς τα ζητήματα της πίστεως από τα ζητήματα της κανονικής τάξεως... Υπό το πνεύμα αυτό - κάτι που είναι πολύ διδακτικό και για εμάς σήμερα - ένα σχίσμα στην Εκκλησία ως αμφισβήτηση της κανονικής τάξεως, όσο κι αν υπάρχει ο ισχυρισμός ότι διατηρείται η ορθή πίστη, οδηγεί, με μαθηματική ακρίβεια, στην αίρεση.  Όπως δηλ. η αίρεση οδηγεί στο σχίσμα, κατά τον ίδιο τρόπο και το σχίσμα θα καταλήξει στην αίρεση...Κανείς, λοιπόν, με το επιχείρημα της πίστεως δεν μπορεί να διασπά την κανονική ενότητα της Εκκλησίας, νομίζοντας ότι παραμένει Ορθόδοξος, αφού, αντιστρόφως, είναι δεδομένο ότι κανείς, κηρύσσοντας αίρεση, δεν παραμένει στην Εκκλησία, έστω κι αν δηλώνει, τάχα, υπήκοος στην κανονική τάξη. Η Εκκλησία και τον ένα και τον άλλο τους αποκηρύσσει ως υπηρέτες του Πονηρού»
Επόμενος ομιλητής ήταν ο Αρχιμ. Θεόφιλος Λεμοντζής, Κληρικός της Ιεράς Μητροπόλεως Βεροίας, ο οποίος μίλησε με θέμα «Οι συνέπειες της Θεώσεως του ανθρώπινου λόγου για τη ζωή και τα Μυστήρια της Εκκλησίας»
Ο ομιλητής, καταρχάς, τόνισε ότι «Η Ορθόδοξη Θεολογία δεν αποτελεί αυτόνομη στοχαστική λειτουργία για την κατανόηση, την ανάπτυξη και τη διατύπωση των αληθειών της πίστεως, αλλά συνδέεται στενά με την πνευματική εμπειρία, τη λατρεία και τη ζωή. Κάθε προσπάθεια αλλοίωσης του περιεχομένου της Ορθόδοξης Θεολογίας από τους διάφορους αιρετικούς μέσα στην ιστορία θεωρείται από τους Πατέρες της Εκκλησίας ως προσπάθεια αλλοίωσης της πνευματικής εμπειρίας και ζωής. Το δόγμα δεν είναι μια θεωρητική σύλληψη, μια ιδεολογία, αλλά μια πρόταση ζωής και οι Πατέρες αντιμετώπισαν τόσο τις τριαδολογικές όσο και τις χριστολογικές αιρέσεις επισημαίνοντας κατά κύριο λόγο τις αρνητικές συνέπειες που είχαν για την πραγμάτωση της σωτηρίας και της θεώσεως του ανθρώπου...»
Επικεντρώνοντας στο έργο της Συνόδου, ο π. Θεόφιλος σημείωσε ότι «η Β΄ Οικουμενική Σύνοδος διετράνωσε την αλήθεια περί της θεότητος του Αγίου Πνεύματος και η αφετηρία της θεολογικής σκέψεως των Πατέρων έναντι των πνευματομάχων συνδέεται στενά με την προσπάθεια τους να διασφαλίσουν την πραγματικότητα της σωτηρίας και θεώσεως του ανθρώπου. Η άρνηση της θεότητος του Αγ. Πνεύματος αποτελεί ουσιαστικά άρνηση της σωτηρίας και θεώσεως του ανθρώπου. Η εναντίον των πνευματομάχων επιχειρηματολογία των Πα­τέρων στηρίζεται όχι μόνον επί της Γραφής, αλλά και επί της εν τη Εκκλη­σία βιώσεως της ανακαινιστικής και θεωτικής δυνάμεως του Πνεύματος...»
Στη συνέχεια ο ομιλητής αναφέρθηκε στην παρουσία του Αγίου Πνεύματος στην Λατρεία της Εκκλησίας, επισημαίνοντας ότι «όλη η λατρευτική ζωή της Ορθοδόξου Εκκλησίας είναι μία διαρκής επίκλησις του Αγίου Πνεύματος. Τα μυστήρια δεν είναι απλή ανάμνηση λόγων και πράξεων του Χριστού, ηθική υπενθύμιση των λόγων του Ιησού αλλά αυτή η άκτιστος Χάρις του Αγίου Πνεύματος, η οποία κατέρχεται «εφ' ημάς και επί των τιμίων δώρων», μας αγιάζει και μας θεώνει. Διά τούτο διαρκώς στην ορθόδοξη λατρεία γίνεται επίκληση της παρουσίας και της ενεργείας του Αγίου Πνεύματος. Εφόσον το Άγιο Πνεύμα είναι Θεός, όπως διεκήρυξε η Β΄ Οικουμενική Σύνοδος, εμείς οι πιστοί, λατρεύοντας το Άγιο Πνεύμα, δεν οδηγούμαστε στην ειδωλολατρία, αλλά στη λατρεία του αληθινού Θεού. Εφόσον το Άγιο Πνεύμα είναι Άκτιστος Θεός, κατά συνέπεια η διά των μυστηρίων παρεχομένη χάρις του Αγίου Πνεύματος είναι άκτιστος διότι η κοινωνία με κτιστή χάρη, έστω και αν χαρακτηρίζεται ως υπερφυσική, δεν δημιουργεί κοινωνία με τον Άκτιστο Θεό καθώς το κτιστό δεν έχει τη φυσική δύναμη να ενώσει τον άνθρωπο με τον Άκτιστο Θεό...»
Ο π. Θεόφιλος μίλησε, στη συνέχεια για τις επιπτώσεις από την απομάκρυνση εκ της ορθής Πνευματολογίας της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου: «αυτές φαίνονται από την εισαγωγή του Filioque στο Σύμβολο της Πίστεως στην Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, δηλ. ότι το Άγιο Πνεύμα δεν εκπορεύεται μόνο από τον Πατέρα αλλά και εκ του Υιού. Το Filioque εισάγει διαρχία στην Θεότητα, υποδηλώνει μείωση του Αγίου Πνεύματος και την υπαγωγή του στην υπηρεσία του συνδέσμου των δύο άλλων προ­σώπων. Αυτή η μείωση του Αγίου Πνεύματος έχει ως συνεπακόλουθο την συνολική υποβάθμιση της Αγιοπνευματικής εμπειρίας και Χάριτος στην ζωή της Εκκλησίας. Αυτή η μείωση έχει συνέπειες επί της εκκλησιολογίας, καθώς στην διαλεκτή μεταξύ «πρωτείου»-«συνοδικότητας» η πλάστιγγα σαφώς γέρνει υπέρ του πρωτείου διότι η ρωμαιοκαθολική εκκλησιολογία αναπτύσσεται επί της γραμμής Χριστός - Πέτρος - πάπας, κατά συνέπεια ο πάπας είναι ο αντιπρόσωπος του Χριστού επί της γης, το αλάθητο κριτήριο της Εκκλησίας, ως διάδοχος του Πέτρου και όχι επί της γραμμής Χριστός - Ά­γιο Πνεύμα - Απόστολοι, κατά συνέπεια η σύνοδος των Επισκόπων, ως διάδοχοι των Αποστόλων, που τους μεταδόθηκε το Άγιο Πνεύμα δια της επιθέσεως των χειρών, λαμβάνει αποφάσεις για την πίστη και την τάξη της Εκκλησίας, όπως συμβαίνει στην ορθόδοξη Εκκλησία...»
Ακολούθως ο ομιλητής αναφέρθηκε και στο Νομομανονικό έργο της Συνόδου, επισημαίνοντας ότι «Η συγκεκριμένη Σύνοδος, με εξαίρεση την οριστική διατύπωση του Τριαδικού δόγματος, έχει μείνει στην ιστορία εξαιτίας της εκκλησιολογικής ριζοσπαστικότητάς της, όπως αυτή διατυπώθηκε στον επί αιώνες αμφιλεγόμενο 3ο Κανόνα της, με τον οποίο επετράπη στον «της  Κωνσταντινουπόλεως επίσκοπον έχειν τα πρεσβεία της τιμής μετά τον της Ρώμης επίσκοπον, διά το είναι αυτήν νέαν Ρώμην»...»