Ιεροκήρυκος της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κρήτης
«Ἐγερθείς παράλαβε τό παιδίον καί τήν μητέρα αὐτοῦ καί φεῦγε εἰς Αἲγυπτον».
Πολλές φορές βλέπουμε διάφορους
πειρασμούς και κινδύνους να απειλούν τον άνθρωπο και διερωτόμαστε· δεν
θα μπορούσε ο παντοδύναμος και πάνσοφος Θεός να τα προλάβει πριν γίνουν;
Βλέπουμε κακούς ανθρώπους να
προοδεύουν, αδίστακτοι στα μοχθηρά τους έργα, να καταδιώκουν τον δίκαιο
και λέμε, γιατί τους αφήνει ο Θεός να ενεργούν κατά ένα τέτοιο τρόπο;
Ο εγκληματίας και φαύλος Ηρώδης, όπως
ακούσαμε στο ευαγγελικό ανάγνωσμα της σημερινής Κυριακής μετά την
Χριστού Γέννηση, είχε πάρει απόφαση να θανατώσει τον Ιησού, φοβούμενος
την εγκόσμια βασιλεία του. Ο Κύριος όμως δια του αγγέλου του λέει προς
τον δίκαιο Ιωσήφ· «Ἐγερθείς παράλαβε τό παιδίον καί τήν μητέρα αὐτοῦ καί
φεῦγε εἰς Αἲγυπτον».
Όταν ο δίκαιος και πιστός Ιωσήφ, ο
προστάτης της Παναγίας και του μικρού Ιησού, άκουσε το λόγο αυτό του
αγγέλου και έλαβε την εντολή αυτή, θα ήταν πολύ φυσικό να αρχίσει να
συλλογίζεται πολύ φυσιολογικά και ανθρώπινα. Όλο αυτό το διάστημα ζούμε
μέσα σε ένα θαύμα. Έβλεπε οφθαλμοφανώς τις παρεμβάσεις του Θεού στη ζωή
του. Είχε καταπληκτικές αποκαλύψεις από τους αγγέλους σχετικά με τον
Ιησού και την Μητέρα του. Αυτό το παιδί ήταν «ἐκ Πνεύματος Ἁγίου». Το
Πανάγιο Πνεύμα δηλαδή κατά ένα υπερφυσικό, μυστηριώδη και ακατάληπτο για
την ανθρώπινη διάνοια τρόπο θα συνεργούσε στην εκ Παρθένου γέννηση του
Παιδιού. Αυτό θα ονομαζόταν και θα ήταν «υἱός Θεοῦ», όχι όπως όλοι οι
ενάρετοι άνθρωποι αλλά κάτω από μια ιδιαίτερη σημασία. Θα έπαιρνε
επαξίως το όνομα Ιησούς που σημαίνει «Θεός – Σωτήρ», ότι δηλαδή αυτός θα
ήταν ο αναμενόμενος Μεσσίας, ο Θεός που θα γινόταν άνθρωπος για να
σώσει τον άνθρωπο. «Αὐτός γάρ σώσει τόν λαόν αὐτοῦ ἀπό τῶν ἁμαρτιῶν
αὐτῶν», είχε πει ο άγγελος Κυρίου.
Και τώρα βλέπουμε τον ίδιο τον Ιησού
να έχει ανάγκη σωτηρίας από τα φονικά χέρια του Ηρώδη. Ο Λυτρωτής έχει
ανάγκη από προστασία για να σωθεί από τη φονική μανία του βασιλιά Ηρώδη.
Ο άγγελος λοιπόν διέτασσε τον Ιωσήφ να πάρει το παιδί και την μητέρα
του και να καταφύγει για προστασία στην Αίγυπτο. Και θα ήταν πολύ λογικό
να σκεφθεί: Δεν μπορούσε αμέσως ο Θεός να ματαιώσει την ανθρωποκτόνο
βουλή του Ηρώδη ή να σώσει με ένα θαύμα τον Ιησού; Και, κατά τον Ιερό
Χρυσόστομο, θα μπορούσε ο Ιωσήφ να πει: «αἲνιγμα τό πρᾶγμά ἐστιν· οὐ
πρώην ἒλεγες, ὃτι σώσει τόν λαόν αὐτοῦ; Καί νῦν οὐδέ ἑαυτόν σώζει, ἀλλά
φυγῆς ἡμῖν χρεία καί ἀποδημίας καί μακρᾶς μεταστάσεως (εγκαταστάσεως σε
άλλο τόπο). Ἐναντίᾳ τῇ ὑποσχέσει τά γινόμενα».
Αλλά ο δίκαιος Ιωσήφ τίποτε απ’ αυτά
δεν λέει και δεν σκέπτεται. Πειθαρχεί στην εντολή του Θεού. Υποβάλλεται
σε κόπους και ταλαιπωρίες, εφ’ όσον έτσι θα συνεργούσε κι αυτός, κατά το
ανθρώπινο, στη σωτηρία του νηπίου. Ούτε καν ρωτά τον άγγελο πόσο καιρό
θα παρέμενε στην Αίγυπτο. Και όταν αργότερα επέστρεψε στην Παλαιστίνη,
κατόπιν οράματος, δεν ρώτησε σε ποια περιοχή να κατοικήσει. Μόνος του
σκέπτεται και αποφασίζει και προτιμά την Ναζαρέτ, ως την ασφαλέστερη
πόλη για την ζωή του Ιησού. Βλέπουμε εδώ την θαυμαστή και τιμητική για
τον Ιωσήφ συνεργασία του Θεού μ’ αυτόν. Εκεί που είναι ανάγκη και δεν
μπορεί να ενεργήσει ο άνθρωπος, επεμβαίνει ο Θεός. Αφήνει όμως ο Θεός
στην ανθρώπινη πρωτοβουλία και ενέργεια περιθώρια για έργα, που μπορεί
να τα κάνει ο άνθρωπος.
Ο Θεός έχει δώσει στον άνθρωπο πολλά
και πολύτιμα πλεονεκτήματα, πνευματικά, νοητικά και σωματικά. Χάρις στη
λογική του ο άνθρωπος παρατηρεί, ερευνά, συγκρίνει, συλλογίζεται,
καταλήγει σε συμπεράσματα, ξεχωρίζει το ψεύτικο από το αληθινό, το σωστό
από το απρεπές, το καθήκον του τι πρέπει να κάνει και τι πρέπει να
αποφύγει. Χάρις στην ελευθερία της βούλησης του έχει την δυνατότητα με
ελευθερία και υπευθυνότητα να επιλέξει αυτό που πρέπει ή όχι. Και με την
ικανότητά του για δράση μπορεί να προχωρήσει στην πραγματοποίηση αυτού
που επέλεξε.
Αυτά λοιπόν τα πολύτιμα πλεονεκτήματα,
που ο ίδιος ο Θεός τα έδωσε, πρώτος αυτός τα σέβεται και δεν θέλει να
τα παραβιάζει, αλλά θέλει και ζητάει από τον άνθρωπο να τα χρησιμοποιεί
πάντοτε για το αγαθό. Βεβαίως χάρις σ’ αυτά μπορεί πολλά καλά έργα να
κάνει ο άνθρωπος, όχι όμως όλα. Αλλά εκεί που δεν μπορεί να προχωρήσει
μόνος – και αυτό συμβαίνει πολύ συχνά – έρχεται ο Θεός βοηθός.
Δεν είπε σταυρώστε τα χέρια, διότι εγώ
θα κάνω τα πάντα, αλλά ότι κι εσείς με την δική μου βοήθεια «πάντα
δύνασθε ποεῖν». Ο Απόστολος Παύλος έλεγε με ταπείνωση, ότι είναι ένα
τίποτε. Παράλληλα όμως διακήρυσσε: «Πάντα ἰσχύω ἐν τῷ ἐνδυναμοῦντί με
Χριστῷ» .
Αυτά ακριβώς μαρτυρούν, ότι στις
δοκιμασίες της ζωής, στις θλίψεις και τις περιπέτειες, στους πειρασμούς
και τους κινδύνους πρέπει να επιστρατεύει ο άνθρωπος και τις δικές του
πνευματικές δυνάμεις, ώστε να εξακριβώνει τι πρέπει να κάνει και να
προχωρήσει σ’ αυτό που πρέπει. Παράλληλα είναι όμως ανάγκη να
επικαλείται πάντοτε τον φωτισμό και την δύναμη του Θεού, του Χριστού, ο
οποίος είναι ο φίλος μας και συμπαραστάτης σε κάθε βήμα της ζωής μας.
Έτσι το καλό, είτε αποφυγή του
κινδύνου είναι, είτε πραγματοποίηση του αγαθού, θα είναι πάντοτε
αποτέλεσμα δύο παραγόντων, του Θεού κατά πρώτο και κύριο λόγο και του
ανθρώπου δεύτερον.
Εδώ ακριβώς έχει εφαρμογή ο
θεόπνευστος λόγος του Αποστόλου Παύλου· «Θεοῦ ἐσμεν συνεργοί» . Είμαστε
συνεργάτες του Θεού όχι όμως με την έννοια της ισοτιμίας. Αλλά ότι ο
Θεός προσφέρει το μέγιστο και εμείς το ελάχιστο. Αυτό όμως το ελάχιστο
είναι ανάγκη να το προσφέρομε.