ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ: ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΑΝΑΓΚΗ Ή ΣΥΝΗΘΕΙΑ
Ο ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ ΣΤΗΝ ΖΩΗ ΜΑΣ
Ο Πανάγαθος Θεός, αφού τελείωσε την δημιουργία του κόσμου, άφησε για το τέλος το τελειότερο δημιούργημά Του, τον άνθρωπο. Η αγάπη Του γι’ αυτόν ήταν τόσο μεγάλη, που τον κατέστησε άρχοντα και κυρίαρχο της δημιουργίας με απόλυτη εξουσία να διαχειρίζεται τα πάντα, τόσο την άψυχη, όσο και την έμψυχη φύση! Έναν μόνο περιορισμό του έβαλε ο Θεός: «από τον καρπό του δένδρου της γνώσεως του καλού και του κακού μη φάτε…»! (Γεν. β´ 17).
Η απαγόρευση αυτή του Θεού δεν είχε σκοπό απλώς να τους εμποδίσει από μία λανθασμένη ενέργεια, επειδή το δένδρο ήταν κακό, αλλά να δοκιμάσει την υπακοή και την αγάπη τους. Ο Θεός ήθελε να δώσει στον άνθρωπο την ευκαιρία να δείξει την καλή του διάθεση, ώστε να σταθεροποιηθεί σ’ αυτή, την παραδεισένια κατάσταση που ζούσε, χωρίς να του στερεί την ελευθερία της επιλογής.
Ο διάβολος, όμως, θέλοντας να πλανήσει τους πρωτοπλάστους και να παρακούσουν την εντολή του Θεού, καλλιέργησε πρώτα τον εγωισμό, ώστε, ρίχνοντάς τους στην αμαρτία, να μην μπορούν να ζητήσουν συγγνώμη. Έτσι τους παγίδευσε, τους αιχμαλώτισε στο δικό του θέλημα και πρόγραμμα, που ήταν η έξοδος από τον Παράδεισο, η διάβαση από την ελευθερία του Θεού στην αιχμαλωσία της αμαρτίας και του διαβόλου.
Αποτέλεσμα της παρακοής ήταν η έξωση από τον παράδεισο, όμως όχι προς θάνατο και καταδίκη, αλλά προς αγώνα για την επιστροφή. «Εκάθησεν Αδάμ απέναντι του παραδείσου και έκλαυσε πικρώς…» αναφέρει ένα τροπάριο του Τριωδίου. Έκλαυσε, γιατί στερήθηκε την αγάπη του Θεού, την αγάπη του Πατέρα και την καθημερινή επαφή μαζί Του, την θέα του προσώπου Του. Συνειδητοποίησε ο Αδάμ, με την παιδαγωγία της εξώσεως από τον Παράδεισο, τι έκανε και τι έχασε. Από τότε σκοπός του ανθρώπου και νόημα της ζωής του στον κόσμο είναι η προσπάθεια να επιστρέψει εκεί από όπου έφυγε με την κακή χρήση της ελευθερίας, να πραγματοποιήσει την διάβαση προς τον Παράδεισο, προς την ανεμπόδιστη επικοινωνία με το Θεό-Πατέρα. Αυτή η στέρηση, που βιώνει τώρα, κάνει πιο δύσκολο τον αγώνα, αλλά δημιουργεί ένα ισχυρό κίνητρο, για να ξεκινήσει η προσπάθεια με αμείωτη ένταση και ενθουσιασμό.
Είναι πολύ σημαντικό να θυμόμαστε ότι δεν είμαστε μόνοι μας στον αγώνα. Το πιεστικό αίσθημα της μοναξιάς οφείλεται στον πειρασμό, ο οποίος, όταν βλέπει ότι κάτι καλό γίνεται, όταν ξεκινά μια προσπάθεια με εφόδια την αγάπη και την υπομονή, είναι ο μόνος που δεν χαίρεται. Προσπαθεί με κάθε τρόπο και μέσο να μας αποτρέψει. Είναι φοβερός ο πόλεμος, που ξεσηκώνει ο πειρασμός σε καθένα μας! Όποιον καταφέρει και τον βρει σε στιγμή αδυναμίας, τον κυριεύει και προσπαθεί να τον στρέψει εναντίον όλων.
Πώς καταφέρνει, όμως, και τον πείθει; Φέρνοντάς τον σε απόγνωση, σε απελπισία, σε έλλειψη θάρρους, σε ολιγοπιστία, με αποκορύφωμα την μοναξιά!
Ο διάβολος, δουλεύοντας συστηματικά και με δόλο, έχοντας ως βασικό όπλο την υπομονή, δεν βιάζεται· προσπαθεί συνεχώς και με κάθε τρόπο να κερδίσει τον άνθρωπο με το μέρος του. Θα του σπείρει στην αρχή αμφιβολίες για την ζωή του, το μέλλον, για τον Ίδιο τον Θεό, οι οποίες θα τον γεμίσουν ταραχή!
Ταραγμένος πλέον ο άνθρωπος - θολώνουν μέσα του τα πάντα - δεν μπορεί να δει καθαρά, γεμίζει άγχος, ξεχνάει να προσευχηθεί κι έτσι χάνει το βασικό στήριγμά του, που είναι ο Θεός! Δεν μπορεί να δώσει λύση στο πρόβλημά του με την προσπάθεια που καταβάλλει, γιατί το άγχος τού στερεί την υπομονή· θέλοντας, πάντα, να λυθεί αμέσως (!) κάθε πρόβλημά του - πράγμα αδύνατον βέβαια - έρχεται σε αδιέξοδο, απελπίζεται!
Η απελπισία θεωρείται ο προθάλαμος της καταθλίψεως. Η κατάθλιψη είναι η «φυλακή» της λογικής του ανθρώπου, η οποία, «φυλακισμένη» πλέον, τον οδηγεί σε έναν ξένο προς την φύση του ανθρώπου δρόμο, γεμάτο θλίψη, στενοχώρια, σκοτάδι… Έναν δρόμο χωρίς επιστροφή! Όλα είναι μαύρα μπροστά του, αδιέξοδα και απελπιστικά· σκέψη θετική δεν γίνεται· μαύρα σύννεφα έχουν σκεπάσει την ψυχή του.
Απελπισμένος πλέον, δεν μπορεί να βοηθήσει τον εαυτό του, γιατί έχει εξουθενωθεί ήδη· αρχίζουν να συσσωρεύονται γύρω του προβλήματα χωρίς να μπορεί να δώσει λύση. Μαζί με τα προβλήματα αυξάνει και το άγχος, η ταραχή και η στενοχώρια, τα οποία, όλα μαζί, του κλονίζουν την ψυχική και σωματική υγεία, «ρίχνοντάς» τον στην κατάθλιψη! Κατάφερε, δηλαδή, ο διάβολος, από την απροσεξία ή την αδιαφορία του ανθρώπου, να τον αλυσοδέσει, κάνοντάς τον παιχνίδι στα χέρια του, από κατά χάριν Θεό και κυρίαρχο της γης, που τον έχει ορίσει ο Θεός!
Είδαμε εν ολίγοις, σε τι κατάσταση έχει βρεθεί ο άνθρωπος, ο οποίος, αυτός ο ίδιος, έχει την απόλυτη ευθύνη! Χρησιμοποίησε την ελευθερία του για να δεσμευθεί ο ίδιος. Αυτή όμως είναι η κακώς νοουμένη ελευθερία, που δεν γνωρίζει από κανόνες, από νόμους ή από αγάπη! Στο όνομα αυτής, της δήθεν «ελευθερίας», μπορούμε να καταργούμε και να ισοπεδώνουμε τα πάντα, καταπνίγοντας, όμως, πρώτα την συνείδησή μας, η οποία είναι η φωνή του Θεού μέσα μας και λειτουργεί σαν φρένο στην ζωή μας, ώστε χωρίς αυτήν, ανεξέλεγκτοι πλέον, να φτιάχνουμε έναν κόσμο στα μέτρα μας, όπως μας συμφέρει, για να ζήσουμε μέσα σ’ αυτόν.
Το ερώτημα, όμως, είναι: η ζωή αυτή είναι αληθινή, όπως ταιριάζει στον άνθρωπο, το κορυφαίο δημιούργημα του Θεού; Αντέχει, άραγε, ο άνθρωπος να ζει μέσα στο ψέμα;
Την απάντηση μόνο ο ίδιος ο άνθρωπος μπορεί να δώσει μέσα από την ζωή του, αν έχει την διάθεση να βρει την δύναμη, ακόμη και πληγωμένος από τον μισόκαλο διάβολο, να αντισταθεί και να κατανοήσει την πτώση του, μέσω της μετανοίας.
Η μετάνοια, δηλαδή η γνώση της αλήθειας και η προσπάθεια επιστροφής, είναι η απάντηση του ανθρώπου σ’ αυτά τα ερωτήματα. Είναι το μυστήριο της αλλαγής στάσης στην ζωή του ανθρώπου, το οποίο ξεκινάει από την εσωτερική κάθαρση με το μυστήριο της εξομολόγησης. Με αυτήν ο άνθρωπος αποβάλλει μέσα από την καρδιά και την ψυχή του κάθε τι περιττό, το οποίο του προκαλεί βάρος και του επηρεάζει την συμπεριφορά, ώστε ελεύθερος και αναγεννημένος να ξεκινήσει την προσπάθεια της επιστροφής.
Για την μετάνοια έχουν γράψει πολλοί Πατέρες της Εκκλησίας μας. Ενδεικτικά αναφέρουμε μια περικοπή από τον Άγιο Ιωάννη της Κλίμακος, που μιλάει για την μετάνοια:
«Η μετάνοια, δηλαδή η επιστροφή μας στον Θεό, είναι ανανέωση του βαπτίσματός μας· είναι ανανέωση της συνθήκης μας με τον Θεό, της υπόσχεσής μας να αλλάξουμε τη ζωή μας. Είναι περίοδος κατά την οποία μπορούμε να αποκτήσουμε την ταπείνωση, η οποία είναι ειρήνη· ειρήνη με τον Θεό, ειρήνη με τον εαυτό μας, ειρήνη με όλο τον κτιστό κόσμο. Η μετάνοια γεννιέται από την ελπίδα, όταν δηλαδή απορρίψουμε την απόγνωση. Και εκείνος που μετανοεί, είναι κάποιος που αξίζει την καταδίκη -ωστόσο αναχωρεί από το δικαστήριο χωρίς ντροπή, επειδή η μετάνοια είναι η ειρήνη μας με τον Θεό. Κι αυτό επιτυγχάνεται μέσα από μία ζωή αντάξια, που αποξενώθηκε από τις αμαρτίες, που διαπράτταμε στο παρελθόν. Μετάνοια είναι το καθάρισμα της συνειδήσεώς μας. Μετάνοια σημαίνει ολοκληρωτική απαλλαγή από τη λύπη και τον πόνο».
Από τις διδαχές του Αγίου Παϊσίου του Αγιορείτου αντλούμε και το παρακάτω χωρίο, όπου ο Άγιος μιλάει για την εξομολόγηση:
Με την εξομολόγηση πετάει ο άνθρωπος από μέσα του ό,τι άχρηστο έχει και καρποφορεί πνευματικά. Μια μέρα έσκαβα τον κήπο μου (λέει ο Άγιος), για να φυτέψω λίγες ντοματιές. Εκείνη την ώρα ήρθε κάποιος και μου λέει: «Τι κάνεις, γέροντα;». «Τι να κάνω;» του λέω, «εξομολογώ τον κήπο μου». «Καλά, γέροντα», μου λέει, «χρειάζεται και ο κήπος εξομολόγηση;». «Ασφαλώς χρειάζεται. Έχω διαπιστώσει πως, όταν τον εξομολογώ, βγάζω δηλαδή έξω πέτρες, αγριάδες, αγκάθια κλπ, τότε βγάζει επίσημα κηπευτικά, αλλιώς οι ντομάτες γίνονται κιτρινιάρικες, καχεκτικές!»…
Όλα τα παραπάνω αποτελούν απάντηση στο σύνηθες ερώτημα: Γιατί αδυνατούμε να βρούμε λύση στα περισσότερα προβλήματα που παρουσιάζονται στην ζωή μας; Ή γιατί όλα είναι στενάχωρα, η απελπισία και η απόγνωση έχουν κυριαρχήσει, όλα μοιάζουν αρρωστημένα;
Όλα ξεκινούν από την εσωτερική ταραχή, που έχει κυριαρχήσει στην ψυχή μας και δεν μας δίνει την δυνατότητα να κάνουμε υπομονή. Χωρίς υπομονή μπορεί να λυθεί κάποιο πρόβλημα, μικρό ή μεγάλο; Αδύνατον! Αυτή η εσωτερική ταραχή οφείλεται καθαρά στην έλλειψη εξομολογήσεως των ανθρώπων.
Υπάρχουν τέσσερις περιπτώσεις ανθρώπων:
Ας δούμε τώρα ποια είναι η επίδραση της καθαρής εξομολογήσεως στην ζωή των ανθρώπων.
Όταν κουβαλάμε ένα βάρος με τα χέρια μας, κάποια στιγμή, φυσιολογικά, κουραζόμαστε σωματικά. Το αφήνουμε κάτω για να ξεκουραστούμε και να μπορέσουμε να συνεχίσουμε την πορεία μας. Με τον ίδιο τρόπο, όταν κουβαλάμε ένα βάρος στην ψυχή μας, αν δεν απελευθερωθούμε απ’ αυτό, επέρχεται και συνεχώς αυξάνεται η ψυχική κούραση.
Μόνο η εξομολόγηση μάς απελευθερώνει από τα ψυχικά βάρη και μας ξεκουράζει. Όταν δεν απομακρύνουμε αυτά τα φορτία, τότε η ψυχή βαραίνει, ταράζεται, σταδιακά αυξάνει το βάρος και η ταραχή, με αποτέλεσμα την αλλοίωση της συμπεριφοράς του ανθρώπου. Η επίδραση, λοιπόν, της εξομολογήσεως είναι η επαναφορά του ανθρώπου στην σωστή κατάσταση, για την οποία έχει πλασθεί από τον Θεό.
Την στιγμή της εξομολογήσεως συντελείται πάλι η Δημιουργία. «Ποιήσωμεν άνθρωπον» ακούγεται πάλι από τον Θεό, μέσω του πνευματικού, καθώς έχει πλησιάσει ο άνθρωπος ταλαιπωρημένος, εξαντλημένος, σε απόγνωση, στην κυριολεξία «χώμα», μετά από κάθε πτώση του!
Συνεπώς, η μετάνοια είναι και η αναδημιουργία του ανθρώπου. Χωρίς εξομολόγηση πώς μπορεί να διώξει ο άνθρωπος την εσωτερική ταραχή; Παραμένοντας με αυτήν την ταραχή, πώς μπορεί να βοηθήσει τον εαυτό του, τον συνάνθρωπό του, ακόμη περισσότερο τα ίδια του τα παιδιά; Όταν τα διάφορα βάρη που κουβαλάει μέσα του και του προκαλούν ταραχή, του θολώνουν το μυαλό και την σκέψη, τι είδους αποφάσεις μπορεί να πάρει;
Κρίσιμα ερωτήματα που αφορούν την ζωή όλων, η απάντηση όμως πρέπει να δοθεί από καθέναν προσωπικά! Όλα τα προαναφερθέντα είναι προσπάθεια εντοπισμού και αναγνώρισης του προβλήματος με σκοπό την διόρθωση και όχι την απόγνωση.
Ο Χριστός είναι η ελπίδα μας και οδηγός ζωής. Μακριά Του μόνο ταραχή και απόγνωση κυριαρχεί. Η εξομολόγηση είναι δώρο του Θεού στον άνθρωπο, προς εσωτερικό καθαρισμό της ψυχής.
Βασική προϋπόθεση για την σωστή και καθαρή εξομολόγηση του ανθρώπου είναι ο κατάλληλος πνευματικός, ο οποίος θα τον «αγγίξει» κατευθείαν στην καρδιά του, εμπνέοντάς του εμπιστοσύνη, η οποία είναι το θεμέλιο σ’ αυτήν, την πνευματική σχέση.
Η επιλογή του πνευματικού γίνεται ελεύθερα, γιατί σ’ αυτόν ο άνθρωπος εμπιστεύεται απόλυτα ό,τι πιο πολύτιμο έχει, την ψυχή του, για να την οδηγήσει εκείνος με ασφάλεια στην σωτηρία της, στον Χριστό.
Η εμπιστοσύνη σημαίνει ότι ο εξομολογούμενος θα υπακούσει σε ό,τι του πει ο πνευματικός, γιατί ξέρει ότι τον κατευθύνει στην σωτηρία του, και το βασικό... τον έχει επιλέξει ο ίδιος ελεύθερα! Υπακοή όμως σημαίνει όχι μόνο στα εύκολα, αλλά και στα δύσκολα, σε ό,τι, δηλαδή, του λέει ο πνευματικός, το οποίο είναι αντίθετο με τον λογισμό του.
Πώς ταιριάζει η εμπιστοσύνη στο θέλημα και την γνώμη του πνευματικού μόνο σε ό,τι δεν με «ζορίζει», ενώ αντιτάσσω την γνώμη μου όταν με «πονάει» αυτό που θα μου πει; Υπακοή κατ’ επιλογήν δεν υπάρχει!
Η υπακοή φανερώνει το μέγεθος της εμπιστοσύνης στον πνευματικό μου σε σύγκριση με τον εαυτό μου. Όταν λογοκρίνω την γνώμη του πνευματικού, επιλέγοντας το πότε θα κάνω υπακοή και πότε όχι, δείχνω ότι τελικά έχω περισσότερη εμπιστοσύνη στον εαυτό μου. Το ερώτημα όμως είναι: «γιατί πηγαίνω σε πνευματικό, αφού εμπιστεύομαι τον εαυτό μου; Και, αφού εμπιστεύομαι τον εαυτό μου, γιατί δεν μπορώ μόνος μου να καταφέρω τίποτα;»
Είναι αταίριαστο και μάλιστα αγγίζει ακόμη και τα όρια της ψυχικής διαταραχής, να επιλέγει κάποιος έναν πνευματικό ως καθοδηγητή στα πνευματικά μονοπάτια με σκοπό και στόχο την σωτηρία, ενώ ταυτόχρονα να αμφισβητεί κάθε του κίνηση! Φθάνει στο σημείο να απορεί κανείς βλέποντας να περνά ο καιρός και ο χρόνος και να εξαντλείται όλη η προσπάθεια στο αν υπάρχει ή όχι εμπιστοσύνη, αν υπάρχει διάθεση για το καλό, διάθεση για σωτηρία.
Εύκολα ο άνθρωπος δεν κάνει υπακοή, γιατί είναι κυριευμένος από τον εγωισμό του. Μόνος του όμως, χωρίς την βοήθεια του πνευματικού, δεν μπορεί να πολεμήσει κανένα πάθος του, γιατί ο εγωισμός δεν τον αφήνει να δει το λάθος, ότι, δηλαδή, κάθε άνθρωπος κρίνει, σκέφτεται και αποφασίζει μόνο για αυτά που βλέπει. Η ανθρώπινη αδυναμία και ο εγκλωβισμός του στο φθαρτό σώμα τού περιορίζουν την όραση μέσα στο δικό του συγκεκριμένο οπτικό πεδίο, δημιουργώντας του την ψευδαίσθηση ότι αυτός είναι ο κόσμος και η αλήθεια είναι μόνο αυτή που βλέπει μπροστά του.
Αυτά, όμως, που αδυνατεί να δει και να συλλάβει είναι περισσότερα. Η παρουσία του πνευματικού στην ζωή αυτό το νόημα έχει, να του φωτίζει τα σημεία που δεν βλέπει, ώστε να αποφεύγει τις παγίδες που του έχει στήσει ο διάβολος.
Ο εγωισμός, λοιπόν, είναι η αιτία που ο άνθρωπος δυσκολεύεται να κάνει υπακοή σ’ αυτά που «πονούν». Ο πόνος που προκαλείται εκείνη την στιγμή είναι από την... «χειρουργική επέμβαση» που κάνει ο πνευματικός στην προσπάθεια να του ξεριζώσει τον εγωισμό. Η αντίδραση, όμως, στον λόγο του πνευματικού σταματά την επέμβαση, αφήνοντας ανοικτό το τραύμα, εκτεθειμένο σε μολύνσεις. Ας μην κρυβόμαστε, επιτέλους, πίσω από τον εγωισμό μας. Αυτός θα μας προδώσει σε κάθε ευκαιρία!
Πρέπει να ξεδιαλύνουμε, όμως, μια σύγχυση που υπάρχει στην ερμηνεία της έννοιας του πνευματικού και του γέροντα, η διαφορά των οποίων, ενώ είναι σαφής, έχει καταστεί δυσδιάκριτη, με απρόβλεπτες συνέπειες πολλές φορές.
Άλλο είναι ο πνευματικός στον κόσμο και άλλο ο γέροντας και ηγούμενος σε ένα μοναστήρι. Στην πρώτη περίπτωση έχουμε να κάνουμε με ανθρώπους που ζουν στον κόσμο, που έχουν οικογένειες, κοινωνικές και τόσες άλλες υποχρεώσεις, τις οποίες δεν πρέπει να τις παραβλέπει κανείς, αντιθέτως, οφείλει να τις εντάξει μέσα στον πνευματικό αγώνα, ως αναπόσπαστο στοιχείο στην ζωή κάθε ανθρώπου.
Στο μοναστήρι έχουμε να κάνουμε με ανθρώπους, οι οποίοι ελεύθερα έχουν υποταχθεί στο θέλημα του γέροντός τους, έχουν εξαλείψει, ή -μάλλον πιο σωστά- προσπαθούν να εξαλείψουν το θέλημά τους, να νεκρώσουν τον εαυτό τους, αφήνοντας στα χέρια τού γέροντά τους την ίδια τους την ζωή, εμπιστευόμενοι τον λόγο και την κρίση του, ο οποίος, σύμφωνα και με τους κανόνες της μοναχικής πολιτείας, ως ο πνευματικός πατέρας της αδελφότητας, έχει απόλυτη πνευματική εξουσία σε όλη την αδελφότητα να κατευθύνει, να συμβουλεύει, να παρηγορεί, να επιτιμά, με γνώμονα την σωτηρία των αδελφών μέσα από την υπακοή και την εμπιστοσύνη, που του δείχνουν, όχι σαν άβουλα όντα, αλλά με επίγνωση και ελευθερία.
Άλλο είναι, λοιπόν, η εξομολόγηση και η πνευματική καθοδήγηση στον κόσμο και άλλο η υπακοή ενός μοναχού στο μοναστήρι. Η εμπιστοσύνη και η υπακοή είναι κοινές προϋποθέσεις και στις δύο περιπτώσεις· αλλάζει μόνο ο τρόπος καθοδηγήσεως του κοσμικού και του μοναχού. Ο κοσμικός καταθέτει στο πετραχήλι του πνευματικού τους λογισμούς και τα αμαρτήματά του και επιστρέφει στην οικογένειά του και τις υποχρεώσεις του και κάνει προσπάθεια εφαρμογής των συμβουλών του πνευματικού του στην προσωπική του ζωή, έχοντας ο ίδιος την επιλογή και την απόφαση δική του αποκλειστικά. Στο μοναστήρι ο γέροντας ζει καθημερινά μαζί, στον ίδιο χώρο, με τους υποτακτικούς του, οι οποίοι έχουν ελεύθερα με ατομική τους επιλογή και απόφαση την υπακοή και μόνο στον γέροντα, και κάθε κίνηση και ενέργεια του μοναχικού τους βίου πραγματοποιείται μέσα από την υπακοή τους σ’ Αυτόν. Δεν υπάρχει εξαναγκασμός, όπως σε άλλες δοξασίες, αλλά εκούσια υποταγή.
Είναι επιτακτική η ανάγκη να τονιστεί σ’ αυτό το σημείο και με έντονο τρόπο, ώστε να φανεί η διαφορά και το λεπτό σημείο της υπακοής στον πνευματικό σε σχέση με το φαινόμενο του «γεροντισμού» και της «γεροντολαγνείας», που, δυστυχώς, υπάρχουν έντονα στην εποχή μας.
Πολλοί πατέρες προσπαθούν να εντοπίσουν και να αποκαλύψουν αυτό το φαινόμενο, για να προστατεύσουν τα πνευματικά τους παιδιά, γιατί έχει εισβάλει ύπουλα στον χώρο της Εκκλησίας, δηλητηριάζοντας ψυχές και συνειδήσεις, μετατρέποντας την αλήθεια σε ψεύδος.
Κρύβεται πίσω από έναν εφάμαρτο ευσεβισμό και μια αληθοφάνεια, η οποία, χρησιμοποιώντας κατά κόρον και τα σύγχρονα μέσα, «κερδίζει» έδαφος στις συνειδήσεις των ανθρώπων, οι οποίοι μέσα στην άγνοια, αλλά, δυστυχώς, και μέσα στην αδιαφορία πολλές φορές να μάθουν, πιάνονται στα δίχτυα και γίνονται έρμαιο στις ορέξεις αυτών, που προκαλούν το φαινόμενο.
Ο απόστολος των εθνών Παύλος στην προς Τιμόθεον β´ επιστολή του, στο τέταρτο κεφάλαιο, προτρέπει προφητικά τον Τιμόθεο:
«2 κήρυξον τὸν λόγον, ἐπίστηθι εὐκαίρως ἀκαίρως, ἔλεγξον, ἐπιτίμησον, παρακάλεσον, ἐν πάσῃ μακροθυμίᾳ καὶ διδαχῇ. 3 ἔσται γὰρ καιρὸς ὅτε τῆς ὑγιαινούσης διδασκαλίας οὐκ ἀνέξονται, ἀλλὰ κατὰ τὰς ἐπιθυμίας τὰς ἰδίας ἑαυτοῖς ἐπισωρεύσουσι διδασκάλους κνηθόμενοι τὴν ἀκοήν, 4 καὶ ἀπὸ μὲν τῆς ἀληθείας τὴν ἀκοὴν ἀποστρέψουσιν, ἐπὶ δὲ τοὺς μύθους ἐκτραπήσονται.»
Δηλαδή, αναφέρεται ξεκάθαρα ο Παύλος στο φαινόμενο αυτό που τρυπώνει ύπουλα στον χώρο της Εκκλησίας, λέγοντας ότι:
«3 θα υπάρξει καιρός που δεν θα ανέχονται την υγιή διδασκαλία, αλλά κατά τις δικές τους επιθυμίες θα μαζέψουν για τους εαυτούς τους σωρό από δασκάλους, επειδή θα τους χαϊδεύουν τα αυτιά, 4 και αφενός θα αποστρέψουν την ακοή τους από την αλήθεια, αφετέρου θα εκτραπούν προς τους μύθους. 5 Εσύ όμως πρόσεχε σε όλα, κακοπάθησε, κάνε έργο ευαγγελιστή, εκτέλεσε πλήρως τη διακονία σου.»
Ως «γεροντισμό» εννοούμε την τάση του γέροντα-πνευματικού να πατρονάρει τους χριστιανούς που εξομολογεί, επεμβαίνοντας σε όλο το φάσμα της προσωπικής, οικογενειακής, επαγγελματικής και κοινωνικής τους ζωής, και μάλιστα με ιδιοτελή τρόπο. Δεν πρόκειται για το θυσιαστικό ανιδιοτελές ενδιαφέρον του πνευματικού για τις ψυχές, που ο Θεός του εμπιστεύθηκε και που, φυσικά, θα εκτείνεται σε όλο το εύρος της ζωής, αφού η πνευματική ζωή δεν είναι τίποτε άλλο, παρά η καθημερινή ζωή μας. Στον «γεροντισμό» το ενδιαφέρον είναι προσχηματικό, αφού ζητούμενο είναι η ανάπαυση του πνευματικού και όχι η σωτηρία των πιστών. Δυστυχώς, μέσα στην Εκκλησία μας υπάρχουν «μικροκλίματα», όπου δημιουργούν οπαδούς και όχι πιστούς χριστιανούς. Ο οπαδός κρύβει μέσα του φανατισμό, ο οποίος μετατρέπεται εύκολα σε βία, μόλις θιχθεί το «πιστεύω» του, πράγμα ξένο προς την πίστη και την διδασκαλία του Χριστού.
Είναι σαφής ο Χριστός για το πώς πρέπει να είναι ο χριστιανός, λέγοντας ξεκάθαρα: «Μάθετε απ’ εμού, ότι πράος είμι και ταπεινός τη καρδία, και ευρήσετε ανάπαυσιν ταις ψυχαίς υμών» (Ματθ. ια´ 29). Κοντά στον Χριστό μόνο γαλήνη και ηρεμία υπάρχει· ταραχή, οργή και βία είναι ξένα προς Αυτόν!
Ο «γεροντισμός» αποτελεί διαστρέβλωση της πνευματικής πατρότητος, η οποία έχει δοθεί ως δώρο του Θεού στον άνθρωπο, να νιώσει και να είναι Πατέρας! Η ευθύνη του πνευματικού είναι ένας σταυρός, στον «γεροντισμό», όμως, ο σταυρός μετατρέπεται σε «αναπαυτική πολυθρόνα», αφού χαρίζει στον πνευματικό άνεση, τιμή και δόξα. Ψυχολογικά ο «γεροντισμός» μπορεί να νοηθεί ως μια εναγώνια προσπάθεια τού πνευματικού να είναι αναντικατάστατος και απαραίτητος στα πνευματικά τέκνα του, ώστε να αισθάνεται ο ίδιος χρήσιμος και να αποκτά ταυτότητα, οντότητα και αυτοεκτίμηση μέσα από την πνευματική σχέση.
Αυτή η αρρωστημένη κατάσταση δημιουργεί και την «γεροντολατρεία», η οποία φθάνει τα όρια της «γεροντολαγνείας». Οι άνθρωποι, στην προσπάθειά τους να βρουν κάποιον διορατικό πνευματικό, πέφτουν στο λάθος να δημιουργούν κάποιον, ώστε με την φαντασία και ελαφρά τη καρδία να αποδίδουν χαρίσματα σε άτομα όχι απλώς μη έχοντα τέτοιες δωρεές, αλλά αγγίζοντας ενίοτε και τα όρια της ψυχοπάθειας και της πλάνης. Ψάχνουν στην ουσία για κάποιον «μάγο-μάντη», ο οποίος θα τους πει το μέλλον!
Αντικαθιστούν τον Θεό με το πρόσωπο του γέροντα, αλλοιώνοντας το νόημα της ύψιστης πνευματικής σχέσης, που πρέπει να υπάρχει με αυτόν και φθάνοντας ακόμη και στα όρια της βλασφημίας! Αυτό, φυσικά, σε καμία περίπτωση δεν μειώνει την γνήσια σχέση, η οποία είναι αναντικατάστατη.
Πόσο απέχουν αυτοί οι άνθρωποι από την αλήθεια! Σε τι πλάνη τους έχει ρίξει ο πειρασμός, ώστε να μην ενδιαφέρονται για την ανάπαυση της ψυχής τους, αλλά μαζί με την δική τους να καταστρέφουν και τις ψυχές άλλων!
Δυστυχώς, στον χώρο της Εκκλησίας πάντα υπήρχε αυτή η «σχοινοβασία» στα όρια της αλήθειας και του ψεύδους και αρκετές φορές η αλήθεια χρησιμοποιήθηκε ως πρόσχημα για να καλυφθεί το ψεύδος. Η αλήθεια, όμως, δεν χρησιμοποιείται, όσο και να το θέλουν κάποιοι, γιατί είναι ο Χριστός και πάντα λάμπει! Το μόνο που καταφέρνουν είναι να δημιουργούν κάποια σύννεφα, τα οποία όμως είναι παροδικά, αλλά προκαλούν σύγχυση και ταραχή στον αγώνα του χριστιανού.
Εδώ θα αναφερθώ γενικά και εν συντομία, στον τρόπο που κινείται ο πνευματικός από την μεριά του, θεωρώντας ότι θα βοηθήσει τον εξομολογούμενο να καταλάβει την προσπάθεια, που καταβάλλει ο πνευματικός του για τον ίδιο.
Η αρετή της διακρίσεως είναι αυτή, η οποία ξεδιαλύνει τα σύννεφα, που προκαλούνται στην πνευματική ζωή. Η διάκριση του πνευματικού μπορεί να εντοπίσει την λάθος πορεία που ακολουθεί ο άνθρωπος και να τον πείσει να επανέλθει! Για να τον πείσει, όμως, πρέπει να κινηθεί διακριτικά, με μοναδικά όπλα την αγάπη και την υπομονή, ακολουθώντας σταθερά βήματα πνευματικής καθοδηγήσεως.
Πρώτο βήμα είναι να τον κάνει να νιώσει ελευθερία, μέσα από την οποία θα καλλιεργηθεί η εμπιστοσύνη και, σαν δεύτερο βήμα, θα ακολουθήσει η προσπάθεια να τον ελαφρώσει, ώστε να μην μείνει με το βάρος της πτώσης του, αλλά με την «γεύση», που αφήνει η πτώση, ώστε να νιώσει αυτό το βάρος ως κάτι ξένο και ότι πρέπει να το αποβάλει άμεσα. Η πικρή «γεύση», που αφήνει η αμαρτία, θα είναι ενθύμηση και αποτροπή από την επανάληψή της.
Η διάκριση οδηγεί τον πνευματικό σε σταθερά βήματα και στην σιγουριά πώς να γίνεται ο έλεγχος και η παρατήρηση, εάν όντως χρειάζεται να γίνεται ο έλεγχος, ώστε ο εξομολογούμενος να μην πονέσει περισσότερο από όσο ήδη έχει πονέσει με το αμάρτημά του.
Σκοπός είναι να μην τονίζεται το λάθος, αλλά η μετάνοια, ώστε να κατανοήσουμε το λάθος, την πτώση στην αμαρτία και πού μπορούμε να οδηγηθούμε, αν δεν σηκωθούμε αμέσως. Ο Χριστός στην μέλλουσα Κρίση δεν θα μας ρωτήσει γιατί αμαρτήσαμε, αλλά γιατί δεν σηκωθήκαμε, γιατί δεν μετανιώσαμε.
Ως στοργικός πατέρας ο πνευματικός αγκαλιάζει και παρηγορεί το πνευματικό του παιδί, απαλύνοντάς του τον πόνο, δίνοντάς του και το θάρρος να σηκωθεί.
Εδώ φαίνεται καθαρά η διάκριση στον ρόλο του πνευματικού, ως πατέρας και όχι σαν δικαστής! Τον ρόλο του Δικαστού τον έχει κρατήσει ο ίδιος ο Χριστός για τον εαυτό Του. Στον πνευματικό ανέθεσε τον ρόλο του πατέρα, να παρηγορεί και να συγχωρεί! Είναι μεγάλη υπόθεση για όλους να καταφέρουμε να δούμε τον πνευματικό μας ως πατέρα και όχι σαν δικαστή! Τότε μόνο θα καταφέρουμε να απαλλαγούμε από τα αγκάθια, που πληγώνουν την καρδιά μας και δεν την αφήνουν να κινηθεί και να χτυπήσει ελεύθερα, να αγαπήσει και να αγαπηθεί πραγματικά, να ζήσει για τον σκοπό που είναι πλασμένη!
Ένα άλλο θέμα σχετικό με την εξομολόγηση, στο οποίο επικρατεί κάποια σύγχυση σήμερα σε πολλούς χριστιανούς, είναι οι λογισμοί. Οι λογισμοί, κατ’ αρχάς, δεν είναι αμαρτία· είναι οι καθημερινές μας σκέψεις και καταβάλλουμε προσπάθεια να μένουν οι καλοί λογισμοί, διώχνοντας τους κακούς-πονηρούς λογισμούς. Αυτή η προσπάθεια έχει επιτυχίες, αλλά και αποτυχίες, πράγμα ανθρώπινο! Γι’ αυτό και δεν σταματά ποτέ η προσπάθεια. Οι λογισμοί γίνονται αμαρτία, όταν εσκεμμένα τους κρατάμε και τους δουλεύουμε στο μυαλό μας, όταν δεν τους αποβάλλουμε εγκαίρως με την εξομολόγηση. Τότε αυτοί κάνουν «ρίζες» μέσα μας και μας οδηγούν σε λάθος μονοπάτια, μετατρέποντας τον λογισμό σε πράξη, δηλαδή αμαρτία!
Σύγχυση και άγνοια επίσης επικρατεί με την εξομολόγηση. Έχει διαφορά να λέω τον λογισμό μου από το να εξομολογούμαι τον λογισμό μου. «Λέω τον λογισμό μου» σημαίνει ότι απλά τον αναφέρω ή προσπαθώ να τον επιβάλλω γενικά, σε συζήτηση που κάνω με άλλους, ενώ «εξομολογούμαι τον λογισμό μου» σημαίνει ότι μετάνιωσα γι’ αυτό που σκέφτηκα και ζητάω συγχώρεση αποκλειστικά από τον πνευματικό μου.
Χρειάζεται προσοχή, επομένως, με το μυστήριο της εξομολογήσεως. Δεν πηγαίνω για κουβέντα ή για να δικαιολογηθώ, αλλά με μετάνοια αναφέρω το λάθος μου, ζητώντας συγχώρεση! Ο διάβολος προσπαθεί να μας μπερδέψει ακόμη και κατά την διάρκεια της εξομολογήσεως, εκεί που είμαστε «ενώπιος ενωπίω, μόνοι μόνω τω Θεώ», που δεν έχουμε πλέον να κρυφθούμε από τίποτα. Αρχίζουμε μια επεξήγηση αυτού που λέμε, η οποία μετατρέπεται σε πολυλογία, ξεχνιέται ο νους και ξεφεύγει από τον σκοπό που είναι η μετάνοια και η συγγνώμη, αρχίζοντας τις δικαιολογίες και τις περισσότερες φορές καταλήγει στο αίτημα τής δικαιώσεως του εαυτού μας.
Η εξομολόγηση μάς αποφορτίζει από τα ψυχικά βάρη και μας ανανεώνει. Είναι ανάγκη επιτακτική να μάθουμε να εξομολογούμαστε πραγματικά, με αληθινή μετάνοια, ζητώντας συγχώρεση. Έχουμε φορτωθεί πολλά και λογικό είναι να γονατίζουμε συνεχώς. Οφείλουμε να συνηθίσουμε την χρήση της «συγγνώμης» στην καθημερινότητά μας. Είναι ένα από τα μέσα που βοηθούν στον πνευματικό μας αγώνα.
Η μόνη λέξη που οδηγεί με σιγουριά στον παράδεισο, αλλά λείπει από το λεξιλόγιό μας, είναι η «Συγγνώμη»! Όταν την χρησιμοποιήσουμε πραγματικά, τότε θα νοιώσουμε την χαρά του παραδείσου!
Η χαρά του παραδείσου είναι το φως της Αναστάσεως! Το φως του Χριστού! Η συγγνώμη μάς οδηγεί με σιγουριά από την πτώση, που είναι ανθρώπινη, στην Ανάσταση – τον σκοπό μας – την πραγματική χαρά μας!
Η χαρά είναι το κοινό γνώρισμα του εξομολογούμενου και του πνευματικού. Ο πνευματικός χαίρεται με την προσπάθεια και την πρόοδο του πνευματικού του τέκνου. Ο εξομολογούμενος χαίρεται μετά από κάθε εξομολόγηση και αναζωογονείται.
Η εξομολόγηση είναι το μυστήριο της Χαράς!
Η εμπιστοσύνη μάς γεμίζει με χαρά!
Η υπακοή γεννάει την χαρά!
Ο άνθρωπος είναι πλασμένος για να χαίρεται!
Δική μας «απόλυτα» η επιλογή!
Εύχομαι το στάδιο της Μεγάλης Σαρακοστής, που διανύουμε, να γίνει η αφορμή για επανεκκίνηση στην ζωή μας. Η καρδιά μας πνίγεται από τα φορτία και τα αγκάθια που την έχουν πληγώσει, δεν λειτουργεί σωστά, προκαλώντας μόνο ταραχή. Μας καλεί να την ελαφρύνουμε, να την καθαρίσουμε με την εξομολόγηση, ώστε να αρχίσει να χτυπά στον ρυθμό που είναι πλασμένη, στον χτύπο που γαληνεύει τον άνθρωπο και τον οδηγεί με σιγουριά, μέσα από τα δύσκολα μονοπάτια της ζωής, στην Ανάστασή του.
Καλή Ανάσταση!
Ο ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ ΣΤΗΝ ΖΩΗ ΜΑΣ
Ο Πανάγαθος Θεός, αφού τελείωσε την δημιουργία του κόσμου, άφησε για το τέλος το τελειότερο δημιούργημά Του, τον άνθρωπο. Η αγάπη Του γι’ αυτόν ήταν τόσο μεγάλη, που τον κατέστησε άρχοντα και κυρίαρχο της δημιουργίας με απόλυτη εξουσία να διαχειρίζεται τα πάντα, τόσο την άψυχη, όσο και την έμψυχη φύση! Έναν μόνο περιορισμό του έβαλε ο Θεός: «από τον καρπό του δένδρου της γνώσεως του καλού και του κακού μη φάτε…»! (Γεν. β´ 17).
Η απαγόρευση αυτή του Θεού δεν είχε σκοπό απλώς να τους εμποδίσει από μία λανθασμένη ενέργεια, επειδή το δένδρο ήταν κακό, αλλά να δοκιμάσει την υπακοή και την αγάπη τους. Ο Θεός ήθελε να δώσει στον άνθρωπο την ευκαιρία να δείξει την καλή του διάθεση, ώστε να σταθεροποιηθεί σ’ αυτή, την παραδεισένια κατάσταση που ζούσε, χωρίς να του στερεί την ελευθερία της επιλογής.
Ο διάβολος, όμως, θέλοντας να πλανήσει τους πρωτοπλάστους και να παρακούσουν την εντολή του Θεού, καλλιέργησε πρώτα τον εγωισμό, ώστε, ρίχνοντάς τους στην αμαρτία, να μην μπορούν να ζητήσουν συγγνώμη. Έτσι τους παγίδευσε, τους αιχμαλώτισε στο δικό του θέλημα και πρόγραμμα, που ήταν η έξοδος από τον Παράδεισο, η διάβαση από την ελευθερία του Θεού στην αιχμαλωσία της αμαρτίας και του διαβόλου.
Αποτέλεσμα της παρακοής ήταν η έξωση από τον παράδεισο, όμως όχι προς θάνατο και καταδίκη, αλλά προς αγώνα για την επιστροφή. «Εκάθησεν Αδάμ απέναντι του παραδείσου και έκλαυσε πικρώς…» αναφέρει ένα τροπάριο του Τριωδίου. Έκλαυσε, γιατί στερήθηκε την αγάπη του Θεού, την αγάπη του Πατέρα και την καθημερινή επαφή μαζί Του, την θέα του προσώπου Του. Συνειδητοποίησε ο Αδάμ, με την παιδαγωγία της εξώσεως από τον Παράδεισο, τι έκανε και τι έχασε. Από τότε σκοπός του ανθρώπου και νόημα της ζωής του στον κόσμο είναι η προσπάθεια να επιστρέψει εκεί από όπου έφυγε με την κακή χρήση της ελευθερίας, να πραγματοποιήσει την διάβαση προς τον Παράδεισο, προς την ανεμπόδιστη επικοινωνία με το Θεό-Πατέρα. Αυτή η στέρηση, που βιώνει τώρα, κάνει πιο δύσκολο τον αγώνα, αλλά δημιουργεί ένα ισχυρό κίνητρο, για να ξεκινήσει η προσπάθεια με αμείωτη ένταση και ενθουσιασμό.
Είναι πολύ σημαντικό να θυμόμαστε ότι δεν είμαστε μόνοι μας στον αγώνα. Το πιεστικό αίσθημα της μοναξιάς οφείλεται στον πειρασμό, ο οποίος, όταν βλέπει ότι κάτι καλό γίνεται, όταν ξεκινά μια προσπάθεια με εφόδια την αγάπη και την υπομονή, είναι ο μόνος που δεν χαίρεται. Προσπαθεί με κάθε τρόπο και μέσο να μας αποτρέψει. Είναι φοβερός ο πόλεμος, που ξεσηκώνει ο πειρασμός σε καθένα μας! Όποιον καταφέρει και τον βρει σε στιγμή αδυναμίας, τον κυριεύει και προσπαθεί να τον στρέψει εναντίον όλων.
Πώς καταφέρνει, όμως, και τον πείθει; Φέρνοντάς τον σε απόγνωση, σε απελπισία, σε έλλειψη θάρρους, σε ολιγοπιστία, με αποκορύφωμα την μοναξιά!
Ο διάβολος, δουλεύοντας συστηματικά και με δόλο, έχοντας ως βασικό όπλο την υπομονή, δεν βιάζεται· προσπαθεί συνεχώς και με κάθε τρόπο να κερδίσει τον άνθρωπο με το μέρος του. Θα του σπείρει στην αρχή αμφιβολίες για την ζωή του, το μέλλον, για τον Ίδιο τον Θεό, οι οποίες θα τον γεμίσουν ταραχή!
Ταραγμένος πλέον ο άνθρωπος - θολώνουν μέσα του τα πάντα - δεν μπορεί να δει καθαρά, γεμίζει άγχος, ξεχνάει να προσευχηθεί κι έτσι χάνει το βασικό στήριγμά του, που είναι ο Θεός! Δεν μπορεί να δώσει λύση στο πρόβλημά του με την προσπάθεια που καταβάλλει, γιατί το άγχος τού στερεί την υπομονή· θέλοντας, πάντα, να λυθεί αμέσως (!) κάθε πρόβλημά του - πράγμα αδύνατον βέβαια - έρχεται σε αδιέξοδο, απελπίζεται!
Η απελπισία θεωρείται ο προθάλαμος της καταθλίψεως. Η κατάθλιψη είναι η «φυλακή» της λογικής του ανθρώπου, η οποία, «φυλακισμένη» πλέον, τον οδηγεί σε έναν ξένο προς την φύση του ανθρώπου δρόμο, γεμάτο θλίψη, στενοχώρια, σκοτάδι… Έναν δρόμο χωρίς επιστροφή! Όλα είναι μαύρα μπροστά του, αδιέξοδα και απελπιστικά· σκέψη θετική δεν γίνεται· μαύρα σύννεφα έχουν σκεπάσει την ψυχή του.
Απελπισμένος πλέον, δεν μπορεί να βοηθήσει τον εαυτό του, γιατί έχει εξουθενωθεί ήδη· αρχίζουν να συσσωρεύονται γύρω του προβλήματα χωρίς να μπορεί να δώσει λύση. Μαζί με τα προβλήματα αυξάνει και το άγχος, η ταραχή και η στενοχώρια, τα οποία, όλα μαζί, του κλονίζουν την ψυχική και σωματική υγεία, «ρίχνοντάς» τον στην κατάθλιψη! Κατάφερε, δηλαδή, ο διάβολος, από την απροσεξία ή την αδιαφορία του ανθρώπου, να τον αλυσοδέσει, κάνοντάς τον παιχνίδι στα χέρια του, από κατά χάριν Θεό και κυρίαρχο της γης, που τον έχει ορίσει ο Θεός!
Είδαμε εν ολίγοις, σε τι κατάσταση έχει βρεθεί ο άνθρωπος, ο οποίος, αυτός ο ίδιος, έχει την απόλυτη ευθύνη! Χρησιμοποίησε την ελευθερία του για να δεσμευθεί ο ίδιος. Αυτή όμως είναι η κακώς νοουμένη ελευθερία, που δεν γνωρίζει από κανόνες, από νόμους ή από αγάπη! Στο όνομα αυτής, της δήθεν «ελευθερίας», μπορούμε να καταργούμε και να ισοπεδώνουμε τα πάντα, καταπνίγοντας, όμως, πρώτα την συνείδησή μας, η οποία είναι η φωνή του Θεού μέσα μας και λειτουργεί σαν φρένο στην ζωή μας, ώστε χωρίς αυτήν, ανεξέλεγκτοι πλέον, να φτιάχνουμε έναν κόσμο στα μέτρα μας, όπως μας συμφέρει, για να ζήσουμε μέσα σ’ αυτόν.
Το ερώτημα, όμως, είναι: η ζωή αυτή είναι αληθινή, όπως ταιριάζει στον άνθρωπο, το κορυφαίο δημιούργημα του Θεού; Αντέχει, άραγε, ο άνθρωπος να ζει μέσα στο ψέμα;
Την απάντηση μόνο ο ίδιος ο άνθρωπος μπορεί να δώσει μέσα από την ζωή του, αν έχει την διάθεση να βρει την δύναμη, ακόμη και πληγωμένος από τον μισόκαλο διάβολο, να αντισταθεί και να κατανοήσει την πτώση του, μέσω της μετανοίας.
Η μετάνοια, δηλαδή η γνώση της αλήθειας και η προσπάθεια επιστροφής, είναι η απάντηση του ανθρώπου σ’ αυτά τα ερωτήματα. Είναι το μυστήριο της αλλαγής στάσης στην ζωή του ανθρώπου, το οποίο ξεκινάει από την εσωτερική κάθαρση με το μυστήριο της εξομολόγησης. Με αυτήν ο άνθρωπος αποβάλλει μέσα από την καρδιά και την ψυχή του κάθε τι περιττό, το οποίο του προκαλεί βάρος και του επηρεάζει την συμπεριφορά, ώστε ελεύθερος και αναγεννημένος να ξεκινήσει την προσπάθεια της επιστροφής.
Για την μετάνοια έχουν γράψει πολλοί Πατέρες της Εκκλησίας μας. Ενδεικτικά αναφέρουμε μια περικοπή από τον Άγιο Ιωάννη της Κλίμακος, που μιλάει για την μετάνοια:
«Η μετάνοια, δηλαδή η επιστροφή μας στον Θεό, είναι ανανέωση του βαπτίσματός μας· είναι ανανέωση της συνθήκης μας με τον Θεό, της υπόσχεσής μας να αλλάξουμε τη ζωή μας. Είναι περίοδος κατά την οποία μπορούμε να αποκτήσουμε την ταπείνωση, η οποία είναι ειρήνη· ειρήνη με τον Θεό, ειρήνη με τον εαυτό μας, ειρήνη με όλο τον κτιστό κόσμο. Η μετάνοια γεννιέται από την ελπίδα, όταν δηλαδή απορρίψουμε την απόγνωση. Και εκείνος που μετανοεί, είναι κάποιος που αξίζει την καταδίκη -ωστόσο αναχωρεί από το δικαστήριο χωρίς ντροπή, επειδή η μετάνοια είναι η ειρήνη μας με τον Θεό. Κι αυτό επιτυγχάνεται μέσα από μία ζωή αντάξια, που αποξενώθηκε από τις αμαρτίες, που διαπράτταμε στο παρελθόν. Μετάνοια είναι το καθάρισμα της συνειδήσεώς μας. Μετάνοια σημαίνει ολοκληρωτική απαλλαγή από τη λύπη και τον πόνο».
Από τις διδαχές του Αγίου Παϊσίου του Αγιορείτου αντλούμε και το παρακάτω χωρίο, όπου ο Άγιος μιλάει για την εξομολόγηση:
Με την εξομολόγηση πετάει ο άνθρωπος από μέσα του ό,τι άχρηστο έχει και καρποφορεί πνευματικά. Μια μέρα έσκαβα τον κήπο μου (λέει ο Άγιος), για να φυτέψω λίγες ντοματιές. Εκείνη την ώρα ήρθε κάποιος και μου λέει: «Τι κάνεις, γέροντα;». «Τι να κάνω;» του λέω, «εξομολογώ τον κήπο μου». «Καλά, γέροντα», μου λέει, «χρειάζεται και ο κήπος εξομολόγηση;». «Ασφαλώς χρειάζεται. Έχω διαπιστώσει πως, όταν τον εξομολογώ, βγάζω δηλαδή έξω πέτρες, αγριάδες, αγκάθια κλπ, τότε βγάζει επίσημα κηπευτικά, αλλιώς οι ντομάτες γίνονται κιτρινιάρικες, καχεκτικές!»…
Όλα τα παραπάνω αποτελούν απάντηση στο σύνηθες ερώτημα: Γιατί αδυνατούμε να βρούμε λύση στα περισσότερα προβλήματα που παρουσιάζονται στην ζωή μας; Ή γιατί όλα είναι στενάχωρα, η απελπισία και η απόγνωση έχουν κυριαρχήσει, όλα μοιάζουν αρρωστημένα;
Όλα ξεκινούν από την εσωτερική ταραχή, που έχει κυριαρχήσει στην ψυχή μας και δεν μας δίνει την δυνατότητα να κάνουμε υπομονή. Χωρίς υπομονή μπορεί να λυθεί κάποιο πρόβλημα, μικρό ή μεγάλο; Αδύνατον! Αυτή η εσωτερική ταραχή οφείλεται καθαρά στην έλλειψη εξομολογήσεως των ανθρώπων.
Υπάρχουν τέσσερις περιπτώσεις ανθρώπων:
- αυτοί που έχουν καθαρή εξομολόγηση, «εν μετανοία».
- αυτοί που εξομολογούνται με σκοπό μοναδικό να δικαιολογήσουν τον εαυτό τους, εννοείται χωρίς μετάνοια! Εξαπατούν, όμως, την συνείδησή τους, για να μην τους ενοχλεί, ότι δήθεν εξομολογούνται.
- αυτοί που δεν εξομολογούνται καθόλου, γιατί δεν το θεωρούν απαραίτητο και αναγκαίο για την ζωή τους.
- αυτοί που εξομολογούνται από συνήθεια, γιατί «πρέπει», για το καλό! Ξεχνούν όμως ότι το «καλό» δεν έχει ανάγκη από εξομολόγηση, αλλά ο ίδιος ο άνθρωπος έχει την ανάγκη.
Ας δούμε τώρα ποια είναι η επίδραση της καθαρής εξομολογήσεως στην ζωή των ανθρώπων.
Όταν κουβαλάμε ένα βάρος με τα χέρια μας, κάποια στιγμή, φυσιολογικά, κουραζόμαστε σωματικά. Το αφήνουμε κάτω για να ξεκουραστούμε και να μπορέσουμε να συνεχίσουμε την πορεία μας. Με τον ίδιο τρόπο, όταν κουβαλάμε ένα βάρος στην ψυχή μας, αν δεν απελευθερωθούμε απ’ αυτό, επέρχεται και συνεχώς αυξάνεται η ψυχική κούραση.
Μόνο η εξομολόγηση μάς απελευθερώνει από τα ψυχικά βάρη και μας ξεκουράζει. Όταν δεν απομακρύνουμε αυτά τα φορτία, τότε η ψυχή βαραίνει, ταράζεται, σταδιακά αυξάνει το βάρος και η ταραχή, με αποτέλεσμα την αλλοίωση της συμπεριφοράς του ανθρώπου. Η επίδραση, λοιπόν, της εξομολογήσεως είναι η επαναφορά του ανθρώπου στην σωστή κατάσταση, για την οποία έχει πλασθεί από τον Θεό.
Την στιγμή της εξομολογήσεως συντελείται πάλι η Δημιουργία. «Ποιήσωμεν άνθρωπον» ακούγεται πάλι από τον Θεό, μέσω του πνευματικού, καθώς έχει πλησιάσει ο άνθρωπος ταλαιπωρημένος, εξαντλημένος, σε απόγνωση, στην κυριολεξία «χώμα», μετά από κάθε πτώση του!
Συνεπώς, η μετάνοια είναι και η αναδημιουργία του ανθρώπου. Χωρίς εξομολόγηση πώς μπορεί να διώξει ο άνθρωπος την εσωτερική ταραχή; Παραμένοντας με αυτήν την ταραχή, πώς μπορεί να βοηθήσει τον εαυτό του, τον συνάνθρωπό του, ακόμη περισσότερο τα ίδια του τα παιδιά; Όταν τα διάφορα βάρη που κουβαλάει μέσα του και του προκαλούν ταραχή, του θολώνουν το μυαλό και την σκέψη, τι είδους αποφάσεις μπορεί να πάρει;
Κρίσιμα ερωτήματα που αφορούν την ζωή όλων, η απάντηση όμως πρέπει να δοθεί από καθέναν προσωπικά! Όλα τα προαναφερθέντα είναι προσπάθεια εντοπισμού και αναγνώρισης του προβλήματος με σκοπό την διόρθωση και όχι την απόγνωση.
Ο Χριστός είναι η ελπίδα μας και οδηγός ζωής. Μακριά Του μόνο ταραχή και απόγνωση κυριαρχεί. Η εξομολόγηση είναι δώρο του Θεού στον άνθρωπο, προς εσωτερικό καθαρισμό της ψυχής.
Βασική προϋπόθεση για την σωστή και καθαρή εξομολόγηση του ανθρώπου είναι ο κατάλληλος πνευματικός, ο οποίος θα τον «αγγίξει» κατευθείαν στην καρδιά του, εμπνέοντάς του εμπιστοσύνη, η οποία είναι το θεμέλιο σ’ αυτήν, την πνευματική σχέση.
Η επιλογή του πνευματικού γίνεται ελεύθερα, γιατί σ’ αυτόν ο άνθρωπος εμπιστεύεται απόλυτα ό,τι πιο πολύτιμο έχει, την ψυχή του, για να την οδηγήσει εκείνος με ασφάλεια στην σωτηρία της, στον Χριστό.
Η εμπιστοσύνη σημαίνει ότι ο εξομολογούμενος θα υπακούσει σε ό,τι του πει ο πνευματικός, γιατί ξέρει ότι τον κατευθύνει στην σωτηρία του, και το βασικό... τον έχει επιλέξει ο ίδιος ελεύθερα! Υπακοή όμως σημαίνει όχι μόνο στα εύκολα, αλλά και στα δύσκολα, σε ό,τι, δηλαδή, του λέει ο πνευματικός, το οποίο είναι αντίθετο με τον λογισμό του.
Πώς ταιριάζει η εμπιστοσύνη στο θέλημα και την γνώμη του πνευματικού μόνο σε ό,τι δεν με «ζορίζει», ενώ αντιτάσσω την γνώμη μου όταν με «πονάει» αυτό που θα μου πει; Υπακοή κατ’ επιλογήν δεν υπάρχει!
Η υπακοή φανερώνει το μέγεθος της εμπιστοσύνης στον πνευματικό μου σε σύγκριση με τον εαυτό μου. Όταν λογοκρίνω την γνώμη του πνευματικού, επιλέγοντας το πότε θα κάνω υπακοή και πότε όχι, δείχνω ότι τελικά έχω περισσότερη εμπιστοσύνη στον εαυτό μου. Το ερώτημα όμως είναι: «γιατί πηγαίνω σε πνευματικό, αφού εμπιστεύομαι τον εαυτό μου; Και, αφού εμπιστεύομαι τον εαυτό μου, γιατί δεν μπορώ μόνος μου να καταφέρω τίποτα;»
Είναι αταίριαστο και μάλιστα αγγίζει ακόμη και τα όρια της ψυχικής διαταραχής, να επιλέγει κάποιος έναν πνευματικό ως καθοδηγητή στα πνευματικά μονοπάτια με σκοπό και στόχο την σωτηρία, ενώ ταυτόχρονα να αμφισβητεί κάθε του κίνηση! Φθάνει στο σημείο να απορεί κανείς βλέποντας να περνά ο καιρός και ο χρόνος και να εξαντλείται όλη η προσπάθεια στο αν υπάρχει ή όχι εμπιστοσύνη, αν υπάρχει διάθεση για το καλό, διάθεση για σωτηρία.
Εύκολα ο άνθρωπος δεν κάνει υπακοή, γιατί είναι κυριευμένος από τον εγωισμό του. Μόνος του όμως, χωρίς την βοήθεια του πνευματικού, δεν μπορεί να πολεμήσει κανένα πάθος του, γιατί ο εγωισμός δεν τον αφήνει να δει το λάθος, ότι, δηλαδή, κάθε άνθρωπος κρίνει, σκέφτεται και αποφασίζει μόνο για αυτά που βλέπει. Η ανθρώπινη αδυναμία και ο εγκλωβισμός του στο φθαρτό σώμα τού περιορίζουν την όραση μέσα στο δικό του συγκεκριμένο οπτικό πεδίο, δημιουργώντας του την ψευδαίσθηση ότι αυτός είναι ο κόσμος και η αλήθεια είναι μόνο αυτή που βλέπει μπροστά του.
Αυτά, όμως, που αδυνατεί να δει και να συλλάβει είναι περισσότερα. Η παρουσία του πνευματικού στην ζωή αυτό το νόημα έχει, να του φωτίζει τα σημεία που δεν βλέπει, ώστε να αποφεύγει τις παγίδες που του έχει στήσει ο διάβολος.
Ο εγωισμός, λοιπόν, είναι η αιτία που ο άνθρωπος δυσκολεύεται να κάνει υπακοή σ’ αυτά που «πονούν». Ο πόνος που προκαλείται εκείνη την στιγμή είναι από την... «χειρουργική επέμβαση» που κάνει ο πνευματικός στην προσπάθεια να του ξεριζώσει τον εγωισμό. Η αντίδραση, όμως, στον λόγο του πνευματικού σταματά την επέμβαση, αφήνοντας ανοικτό το τραύμα, εκτεθειμένο σε μολύνσεις. Ας μην κρυβόμαστε, επιτέλους, πίσω από τον εγωισμό μας. Αυτός θα μας προδώσει σε κάθε ευκαιρία!
Πρέπει να ξεδιαλύνουμε, όμως, μια σύγχυση που υπάρχει στην ερμηνεία της έννοιας του πνευματικού και του γέροντα, η διαφορά των οποίων, ενώ είναι σαφής, έχει καταστεί δυσδιάκριτη, με απρόβλεπτες συνέπειες πολλές φορές.
Άλλο είναι ο πνευματικός στον κόσμο και άλλο ο γέροντας και ηγούμενος σε ένα μοναστήρι. Στην πρώτη περίπτωση έχουμε να κάνουμε με ανθρώπους που ζουν στον κόσμο, που έχουν οικογένειες, κοινωνικές και τόσες άλλες υποχρεώσεις, τις οποίες δεν πρέπει να τις παραβλέπει κανείς, αντιθέτως, οφείλει να τις εντάξει μέσα στον πνευματικό αγώνα, ως αναπόσπαστο στοιχείο στην ζωή κάθε ανθρώπου.
Στο μοναστήρι έχουμε να κάνουμε με ανθρώπους, οι οποίοι ελεύθερα έχουν υποταχθεί στο θέλημα του γέροντός τους, έχουν εξαλείψει, ή -μάλλον πιο σωστά- προσπαθούν να εξαλείψουν το θέλημά τους, να νεκρώσουν τον εαυτό τους, αφήνοντας στα χέρια τού γέροντά τους την ίδια τους την ζωή, εμπιστευόμενοι τον λόγο και την κρίση του, ο οποίος, σύμφωνα και με τους κανόνες της μοναχικής πολιτείας, ως ο πνευματικός πατέρας της αδελφότητας, έχει απόλυτη πνευματική εξουσία σε όλη την αδελφότητα να κατευθύνει, να συμβουλεύει, να παρηγορεί, να επιτιμά, με γνώμονα την σωτηρία των αδελφών μέσα από την υπακοή και την εμπιστοσύνη, που του δείχνουν, όχι σαν άβουλα όντα, αλλά με επίγνωση και ελευθερία.
Άλλο είναι, λοιπόν, η εξομολόγηση και η πνευματική καθοδήγηση στον κόσμο και άλλο η υπακοή ενός μοναχού στο μοναστήρι. Η εμπιστοσύνη και η υπακοή είναι κοινές προϋποθέσεις και στις δύο περιπτώσεις· αλλάζει μόνο ο τρόπος καθοδηγήσεως του κοσμικού και του μοναχού. Ο κοσμικός καταθέτει στο πετραχήλι του πνευματικού τους λογισμούς και τα αμαρτήματά του και επιστρέφει στην οικογένειά του και τις υποχρεώσεις του και κάνει προσπάθεια εφαρμογής των συμβουλών του πνευματικού του στην προσωπική του ζωή, έχοντας ο ίδιος την επιλογή και την απόφαση δική του αποκλειστικά. Στο μοναστήρι ο γέροντας ζει καθημερινά μαζί, στον ίδιο χώρο, με τους υποτακτικούς του, οι οποίοι έχουν ελεύθερα με ατομική τους επιλογή και απόφαση την υπακοή και μόνο στον γέροντα, και κάθε κίνηση και ενέργεια του μοναχικού τους βίου πραγματοποιείται μέσα από την υπακοή τους σ’ Αυτόν. Δεν υπάρχει εξαναγκασμός, όπως σε άλλες δοξασίες, αλλά εκούσια υποταγή.
Είναι επιτακτική η ανάγκη να τονιστεί σ’ αυτό το σημείο και με έντονο τρόπο, ώστε να φανεί η διαφορά και το λεπτό σημείο της υπακοής στον πνευματικό σε σχέση με το φαινόμενο του «γεροντισμού» και της «γεροντολαγνείας», που, δυστυχώς, υπάρχουν έντονα στην εποχή μας.
Πολλοί πατέρες προσπαθούν να εντοπίσουν και να αποκαλύψουν αυτό το φαινόμενο, για να προστατεύσουν τα πνευματικά τους παιδιά, γιατί έχει εισβάλει ύπουλα στον χώρο της Εκκλησίας, δηλητηριάζοντας ψυχές και συνειδήσεις, μετατρέποντας την αλήθεια σε ψεύδος.
Κρύβεται πίσω από έναν εφάμαρτο ευσεβισμό και μια αληθοφάνεια, η οποία, χρησιμοποιώντας κατά κόρον και τα σύγχρονα μέσα, «κερδίζει» έδαφος στις συνειδήσεις των ανθρώπων, οι οποίοι μέσα στην άγνοια, αλλά, δυστυχώς, και μέσα στην αδιαφορία πολλές φορές να μάθουν, πιάνονται στα δίχτυα και γίνονται έρμαιο στις ορέξεις αυτών, που προκαλούν το φαινόμενο.
Ο απόστολος των εθνών Παύλος στην προς Τιμόθεον β´ επιστολή του, στο τέταρτο κεφάλαιο, προτρέπει προφητικά τον Τιμόθεο:
«2 κήρυξον τὸν λόγον, ἐπίστηθι εὐκαίρως ἀκαίρως, ἔλεγξον, ἐπιτίμησον, παρακάλεσον, ἐν πάσῃ μακροθυμίᾳ καὶ διδαχῇ. 3 ἔσται γὰρ καιρὸς ὅτε τῆς ὑγιαινούσης διδασκαλίας οὐκ ἀνέξονται, ἀλλὰ κατὰ τὰς ἐπιθυμίας τὰς ἰδίας ἑαυτοῖς ἐπισωρεύσουσι διδασκάλους κνηθόμενοι τὴν ἀκοήν, 4 καὶ ἀπὸ μὲν τῆς ἀληθείας τὴν ἀκοὴν ἀποστρέψουσιν, ἐπὶ δὲ τοὺς μύθους ἐκτραπήσονται.»
Δηλαδή, αναφέρεται ξεκάθαρα ο Παύλος στο φαινόμενο αυτό που τρυπώνει ύπουλα στον χώρο της Εκκλησίας, λέγοντας ότι:
«3 θα υπάρξει καιρός που δεν θα ανέχονται την υγιή διδασκαλία, αλλά κατά τις δικές τους επιθυμίες θα μαζέψουν για τους εαυτούς τους σωρό από δασκάλους, επειδή θα τους χαϊδεύουν τα αυτιά, 4 και αφενός θα αποστρέψουν την ακοή τους από την αλήθεια, αφετέρου θα εκτραπούν προς τους μύθους. 5 Εσύ όμως πρόσεχε σε όλα, κακοπάθησε, κάνε έργο ευαγγελιστή, εκτέλεσε πλήρως τη διακονία σου.»
Ως «γεροντισμό» εννοούμε την τάση του γέροντα-πνευματικού να πατρονάρει τους χριστιανούς που εξομολογεί, επεμβαίνοντας σε όλο το φάσμα της προσωπικής, οικογενειακής, επαγγελματικής και κοινωνικής τους ζωής, και μάλιστα με ιδιοτελή τρόπο. Δεν πρόκειται για το θυσιαστικό ανιδιοτελές ενδιαφέρον του πνευματικού για τις ψυχές, που ο Θεός του εμπιστεύθηκε και που, φυσικά, θα εκτείνεται σε όλο το εύρος της ζωής, αφού η πνευματική ζωή δεν είναι τίποτε άλλο, παρά η καθημερινή ζωή μας. Στον «γεροντισμό» το ενδιαφέρον είναι προσχηματικό, αφού ζητούμενο είναι η ανάπαυση του πνευματικού και όχι η σωτηρία των πιστών. Δυστυχώς, μέσα στην Εκκλησία μας υπάρχουν «μικροκλίματα», όπου δημιουργούν οπαδούς και όχι πιστούς χριστιανούς. Ο οπαδός κρύβει μέσα του φανατισμό, ο οποίος μετατρέπεται εύκολα σε βία, μόλις θιχθεί το «πιστεύω» του, πράγμα ξένο προς την πίστη και την διδασκαλία του Χριστού.
Είναι σαφής ο Χριστός για το πώς πρέπει να είναι ο χριστιανός, λέγοντας ξεκάθαρα: «Μάθετε απ’ εμού, ότι πράος είμι και ταπεινός τη καρδία, και ευρήσετε ανάπαυσιν ταις ψυχαίς υμών» (Ματθ. ια´ 29). Κοντά στον Χριστό μόνο γαλήνη και ηρεμία υπάρχει· ταραχή, οργή και βία είναι ξένα προς Αυτόν!
Ο «γεροντισμός» αποτελεί διαστρέβλωση της πνευματικής πατρότητος, η οποία έχει δοθεί ως δώρο του Θεού στον άνθρωπο, να νιώσει και να είναι Πατέρας! Η ευθύνη του πνευματικού είναι ένας σταυρός, στον «γεροντισμό», όμως, ο σταυρός μετατρέπεται σε «αναπαυτική πολυθρόνα», αφού χαρίζει στον πνευματικό άνεση, τιμή και δόξα. Ψυχολογικά ο «γεροντισμός» μπορεί να νοηθεί ως μια εναγώνια προσπάθεια τού πνευματικού να είναι αναντικατάστατος και απαραίτητος στα πνευματικά τέκνα του, ώστε να αισθάνεται ο ίδιος χρήσιμος και να αποκτά ταυτότητα, οντότητα και αυτοεκτίμηση μέσα από την πνευματική σχέση.
Αυτή η αρρωστημένη κατάσταση δημιουργεί και την «γεροντολατρεία», η οποία φθάνει τα όρια της «γεροντολαγνείας». Οι άνθρωποι, στην προσπάθειά τους να βρουν κάποιον διορατικό πνευματικό, πέφτουν στο λάθος να δημιουργούν κάποιον, ώστε με την φαντασία και ελαφρά τη καρδία να αποδίδουν χαρίσματα σε άτομα όχι απλώς μη έχοντα τέτοιες δωρεές, αλλά αγγίζοντας ενίοτε και τα όρια της ψυχοπάθειας και της πλάνης. Ψάχνουν στην ουσία για κάποιον «μάγο-μάντη», ο οποίος θα τους πει το μέλλον!
Αντικαθιστούν τον Θεό με το πρόσωπο του γέροντα, αλλοιώνοντας το νόημα της ύψιστης πνευματικής σχέσης, που πρέπει να υπάρχει με αυτόν και φθάνοντας ακόμη και στα όρια της βλασφημίας! Αυτό, φυσικά, σε καμία περίπτωση δεν μειώνει την γνήσια σχέση, η οποία είναι αναντικατάστατη.
Πόσο απέχουν αυτοί οι άνθρωποι από την αλήθεια! Σε τι πλάνη τους έχει ρίξει ο πειρασμός, ώστε να μην ενδιαφέρονται για την ανάπαυση της ψυχής τους, αλλά μαζί με την δική τους να καταστρέφουν και τις ψυχές άλλων!
Δυστυχώς, στον χώρο της Εκκλησίας πάντα υπήρχε αυτή η «σχοινοβασία» στα όρια της αλήθειας και του ψεύδους και αρκετές φορές η αλήθεια χρησιμοποιήθηκε ως πρόσχημα για να καλυφθεί το ψεύδος. Η αλήθεια, όμως, δεν χρησιμοποιείται, όσο και να το θέλουν κάποιοι, γιατί είναι ο Χριστός και πάντα λάμπει! Το μόνο που καταφέρνουν είναι να δημιουργούν κάποια σύννεφα, τα οποία όμως είναι παροδικά, αλλά προκαλούν σύγχυση και ταραχή στον αγώνα του χριστιανού.
Εδώ θα αναφερθώ γενικά και εν συντομία, στον τρόπο που κινείται ο πνευματικός από την μεριά του, θεωρώντας ότι θα βοηθήσει τον εξομολογούμενο να καταλάβει την προσπάθεια, που καταβάλλει ο πνευματικός του για τον ίδιο.
Η αρετή της διακρίσεως είναι αυτή, η οποία ξεδιαλύνει τα σύννεφα, που προκαλούνται στην πνευματική ζωή. Η διάκριση του πνευματικού μπορεί να εντοπίσει την λάθος πορεία που ακολουθεί ο άνθρωπος και να τον πείσει να επανέλθει! Για να τον πείσει, όμως, πρέπει να κινηθεί διακριτικά, με μοναδικά όπλα την αγάπη και την υπομονή, ακολουθώντας σταθερά βήματα πνευματικής καθοδηγήσεως.
Πρώτο βήμα είναι να τον κάνει να νιώσει ελευθερία, μέσα από την οποία θα καλλιεργηθεί η εμπιστοσύνη και, σαν δεύτερο βήμα, θα ακολουθήσει η προσπάθεια να τον ελαφρώσει, ώστε να μην μείνει με το βάρος της πτώσης του, αλλά με την «γεύση», που αφήνει η πτώση, ώστε να νιώσει αυτό το βάρος ως κάτι ξένο και ότι πρέπει να το αποβάλει άμεσα. Η πικρή «γεύση», που αφήνει η αμαρτία, θα είναι ενθύμηση και αποτροπή από την επανάληψή της.
Η διάκριση οδηγεί τον πνευματικό σε σταθερά βήματα και στην σιγουριά πώς να γίνεται ο έλεγχος και η παρατήρηση, εάν όντως χρειάζεται να γίνεται ο έλεγχος, ώστε ο εξομολογούμενος να μην πονέσει περισσότερο από όσο ήδη έχει πονέσει με το αμάρτημά του.
Σκοπός είναι να μην τονίζεται το λάθος, αλλά η μετάνοια, ώστε να κατανοήσουμε το λάθος, την πτώση στην αμαρτία και πού μπορούμε να οδηγηθούμε, αν δεν σηκωθούμε αμέσως. Ο Χριστός στην μέλλουσα Κρίση δεν θα μας ρωτήσει γιατί αμαρτήσαμε, αλλά γιατί δεν σηκωθήκαμε, γιατί δεν μετανιώσαμε.
Ως στοργικός πατέρας ο πνευματικός αγκαλιάζει και παρηγορεί το πνευματικό του παιδί, απαλύνοντάς του τον πόνο, δίνοντάς του και το θάρρος να σηκωθεί.
Εδώ φαίνεται καθαρά η διάκριση στον ρόλο του πνευματικού, ως πατέρας και όχι σαν δικαστής! Τον ρόλο του Δικαστού τον έχει κρατήσει ο ίδιος ο Χριστός για τον εαυτό Του. Στον πνευματικό ανέθεσε τον ρόλο του πατέρα, να παρηγορεί και να συγχωρεί! Είναι μεγάλη υπόθεση για όλους να καταφέρουμε να δούμε τον πνευματικό μας ως πατέρα και όχι σαν δικαστή! Τότε μόνο θα καταφέρουμε να απαλλαγούμε από τα αγκάθια, που πληγώνουν την καρδιά μας και δεν την αφήνουν να κινηθεί και να χτυπήσει ελεύθερα, να αγαπήσει και να αγαπηθεί πραγματικά, να ζήσει για τον σκοπό που είναι πλασμένη!
Ένα άλλο θέμα σχετικό με την εξομολόγηση, στο οποίο επικρατεί κάποια σύγχυση σήμερα σε πολλούς χριστιανούς, είναι οι λογισμοί. Οι λογισμοί, κατ’ αρχάς, δεν είναι αμαρτία· είναι οι καθημερινές μας σκέψεις και καταβάλλουμε προσπάθεια να μένουν οι καλοί λογισμοί, διώχνοντας τους κακούς-πονηρούς λογισμούς. Αυτή η προσπάθεια έχει επιτυχίες, αλλά και αποτυχίες, πράγμα ανθρώπινο! Γι’ αυτό και δεν σταματά ποτέ η προσπάθεια. Οι λογισμοί γίνονται αμαρτία, όταν εσκεμμένα τους κρατάμε και τους δουλεύουμε στο μυαλό μας, όταν δεν τους αποβάλλουμε εγκαίρως με την εξομολόγηση. Τότε αυτοί κάνουν «ρίζες» μέσα μας και μας οδηγούν σε λάθος μονοπάτια, μετατρέποντας τον λογισμό σε πράξη, δηλαδή αμαρτία!
Σύγχυση και άγνοια επίσης επικρατεί με την εξομολόγηση. Έχει διαφορά να λέω τον λογισμό μου από το να εξομολογούμαι τον λογισμό μου. «Λέω τον λογισμό μου» σημαίνει ότι απλά τον αναφέρω ή προσπαθώ να τον επιβάλλω γενικά, σε συζήτηση που κάνω με άλλους, ενώ «εξομολογούμαι τον λογισμό μου» σημαίνει ότι μετάνιωσα γι’ αυτό που σκέφτηκα και ζητάω συγχώρεση αποκλειστικά από τον πνευματικό μου.
Χρειάζεται προσοχή, επομένως, με το μυστήριο της εξομολογήσεως. Δεν πηγαίνω για κουβέντα ή για να δικαιολογηθώ, αλλά με μετάνοια αναφέρω το λάθος μου, ζητώντας συγχώρεση! Ο διάβολος προσπαθεί να μας μπερδέψει ακόμη και κατά την διάρκεια της εξομολογήσεως, εκεί που είμαστε «ενώπιος ενωπίω, μόνοι μόνω τω Θεώ», που δεν έχουμε πλέον να κρυφθούμε από τίποτα. Αρχίζουμε μια επεξήγηση αυτού που λέμε, η οποία μετατρέπεται σε πολυλογία, ξεχνιέται ο νους και ξεφεύγει από τον σκοπό που είναι η μετάνοια και η συγγνώμη, αρχίζοντας τις δικαιολογίες και τις περισσότερες φορές καταλήγει στο αίτημα τής δικαιώσεως του εαυτού μας.
Η εξομολόγηση μάς αποφορτίζει από τα ψυχικά βάρη και μας ανανεώνει. Είναι ανάγκη επιτακτική να μάθουμε να εξομολογούμαστε πραγματικά, με αληθινή μετάνοια, ζητώντας συγχώρεση. Έχουμε φορτωθεί πολλά και λογικό είναι να γονατίζουμε συνεχώς. Οφείλουμε να συνηθίσουμε την χρήση της «συγγνώμης» στην καθημερινότητά μας. Είναι ένα από τα μέσα που βοηθούν στον πνευματικό μας αγώνα.
Η μόνη λέξη που οδηγεί με σιγουριά στον παράδεισο, αλλά λείπει από το λεξιλόγιό μας, είναι η «Συγγνώμη»! Όταν την χρησιμοποιήσουμε πραγματικά, τότε θα νοιώσουμε την χαρά του παραδείσου!
Η χαρά του παραδείσου είναι το φως της Αναστάσεως! Το φως του Χριστού! Η συγγνώμη μάς οδηγεί με σιγουριά από την πτώση, που είναι ανθρώπινη, στην Ανάσταση – τον σκοπό μας – την πραγματική χαρά μας!
Η χαρά είναι το κοινό γνώρισμα του εξομολογούμενου και του πνευματικού. Ο πνευματικός χαίρεται με την προσπάθεια και την πρόοδο του πνευματικού του τέκνου. Ο εξομολογούμενος χαίρεται μετά από κάθε εξομολόγηση και αναζωογονείται.
Η εξομολόγηση είναι το μυστήριο της Χαράς!
Η εμπιστοσύνη μάς γεμίζει με χαρά!
Η υπακοή γεννάει την χαρά!
Ο άνθρωπος είναι πλασμένος για να χαίρεται!
Δική μας «απόλυτα» η επιλογή!
Εύχομαι το στάδιο της Μεγάλης Σαρακοστής, που διανύουμε, να γίνει η αφορμή για επανεκκίνηση στην ζωή μας. Η καρδιά μας πνίγεται από τα φορτία και τα αγκάθια που την έχουν πληγώσει, δεν λειτουργεί σωστά, προκαλώντας μόνο ταραχή. Μας καλεί να την ελαφρύνουμε, να την καθαρίσουμε με την εξομολόγηση, ώστε να αρχίσει να χτυπά στον ρυθμό που είναι πλασμένη, στον χτύπο που γαληνεύει τον άνθρωπο και τον οδηγεί με σιγουριά, μέσα από τα δύσκολα μονοπάτια της ζωής, στην Ανάστασή του.
Καλή Ανάσταση!