Του Μητροπολίτου Πάφου κ. Γεωργίου
Κάθε φορά, που προστρέχουμε στους
Τρεις Ιεράρχες ζητώντας τη σοφία τους πάνω σε κάποιο πρόβλημά μας,
διαπιστώνουμε με έκπληξη, όχι μόνο την καθολικότητα και την πληρότητα
της σκέψης τους, μα και την επικαιρότητά τους. Βαθείς ανατόμοι της
ανθρώπινης ψυχής, κάτοχοι πλούσιας θεολογικής και επιστημονικής
παιδείας, ανίχνευσαν πλήρως τα απύθμενα βάθη της ανθρώπινης ύπαρξης. Δεν
άφησαν καμιά πτυχή της ζωής ανεξερεύνητη.
Μπορεί, βέβαια, οι απαντήσεις τους να
γίνονται δεκτές, σε ορισμένες περιόδους της Ιστορίας, υπό ορισμένες
προϋποθέσεις. Η απόσταση που μας χωρίζει από την εποχή και τη δράση
τους, είναι οπωσδήποτε ένας μεγάλος διαφοροποιητικός παράγοντας.
Σημασία, όμως, έχει πως το πνεύμα τους είναι πάντα επίκαιρο και
σύγχρονο. Υπερχρονικό όπως και το Ευαγγέλιο.
Το ερώτημα που, αναλαμβάνοντας να
μιλήσω στη σημερινή γιορτή, έθεσα στον εαυτό μου ήταν: Ποιο είναι το
κρίσιμο, το θέμα της εποχής στο χώρο του σχολείου και της κοινωνίας μας
και τι θα είχε να συμβάλει σ’ αυτό η μνήμη των Τριών Ιεραρχών; Κι η
απάντηση ήλθε αυθόρμητη: Η κοινωνία μας, μια κοινωνία προόδου, όπως
θέλει να αποκαλείται, παρά την οικονομική ύφεση που την μαστίζει,
ταυτίστηκε σήμερα με την επιστήμη και την τεχνολογία. Η παιδεία μας,
αναπόφευκτα, κάνει μεγάλα ανοίγματα προς την κατεύθυνση αυτή. Ποιαν
άραγε στάση κράτησαν οι Τρεις Ιεράρχες, οι προστάτες των Γραμμάτων και
της παιδείας μας, στο θέμα της επιστήμης, της προόδου και της
τεχνολογικής ανάπτυξης και τι συμπεράσματα μπορούμε ν’ αντλήσουμε από τη
στάση τους αυτή;
Από την αρχή, βέβαια, πρέπει να πούμε
πως η επιστήμη κι τεχνολογία της εποχής τους είχε πολλές διαφορές από
την αντίστοιχη επιστήμη και τεχνολογία της δικής μας εποχής. Είναι
αξιοσημείωτο, όμως, πως κι οι τρεις τους δεν είχαν παρωπίδες, ούτε και
κρατούσαν στάση άμυνας στα επιστημονικά επιτεύγματα της εποχής τους.
Ήξεραν πολύ καλά πως η υπερβατική πραγματικότητα, ως υπερβατική δεν
είναι εμπειρική κι επομένως δεν μπορούσε νάναι αντικείμενο της επιστήμης
και της έρευνας, ούτε και μπορούσε να φοβηθεί τίποτα απ’ αυτή.
Θα περιοριστώ στη συνέχεια στις
απόψεις του Μ. Βασιλείου, όπως τις εκθέτει στο περίφημο έργο του
«Ομιλίαι εις την εξαήμερον». Και των άλλων δύο οι απόψεις είναι
παραπλήσιες, μόνο που γι’ αυτούς δεν αναφέρομαι σε συγκεκριμένα κείμενά
τους.
Φαίνεται πως ο Μ. Βασίλειος είχε
ιδιαίτερη κλίση προς τις εμπειρικές επιστήμες, παρόλο που σπούδασε όλο
το φάσμα των γνώσεων της εποχής του. Το ίδιο, εξάλλου, παρατηρούμε και
στον αδελφό του τον άγιο Γρηγόριο Νύσσης. Ως γνωστόν, ο Γρηγόριος ο
Νύσσης θεωρείται ισάξιος των Τριών Ιεραρχών που τιμούμε σήμερα, και
είναι μέγιστος βιολόγος. Για τις παρατηρήσεις του και τις παραδοχές του
γύρω από την εξέλιξη των όντων θεωρείται ότι προέλαβε τον Δαρβίνο.
Προσεγγίζει τα πράγματα με μιαν επιστημονική ακρίβεια, ζηλευτή και για
τις μέρες μας ακόμη.
Την ίδια επίμονη προσπάθεια εμπειρικής
εξέτασης του κόσμου συναντούμε και στον Μ. Βασίλειο. Στο απολυτίκιό του
αναφέρεται ότι «την φύσιν των όντων ετράνωσε». Προσπάθησε να διεισδύσει
και να εξετάσει τη φύση των όντων, τόσο των εμβίων όσο και των αβίων.
Παρόλο που στα έμβια όντα οι μεταβολές ήταν και τότε, είναι και σήμερα,
πολύ πιο γρήγορες και πιο εμφανείς, εν τούτοις παρατήρησε μεταβολές και
στα άβια. Γι’ αυτό και κατέληξε ότι μόνον ο Θεός, που είναι υπεράνω της
ύλης, είναι αμετάβλητος. «Μόνον εύρεν ακίνητον τον υπερουσίως όντα
δημιουργόν του παντός», λέγει ο συγγραφέας της ακολουθίας του. Αυτή η
ενασχόλησή του με τη φύση, τα φυσικά και τα χημικά φαινόμενα, τού
ενισχύουν την πίστη προς τον Θεό. Πάλιν στην ακολουθία του, που ψάλλεται
την πρωτοχρονιά, δηλώνεται: «την των όντων γνώσιν διετράνωσε, λαμπρώς
εξηγούμενος και σαφώς διηγούμενος, την εν τοις ούσιν ευταξίαν,
ποιούμενος επιγνώσεως θειοτέρας υπόθεσιν». Την ευταξία δηλ. που
παρατηρούσε στα όντα και στον κόσμο, τους φυσικούς νόμους, με άλλα
λόγια, που διέπουν τη λειτουργία του κόσμου, τα χρησιμοποιούσε για να
φτάνει σε καλύτερη επίγνωση του Θεού.
Μελετώντας την ύλη, ο Μ. Βασίλειος,
καταλήγει στο συμπέρασμα ότι με τη λογική μπορούμε να περιγράψουμε τη
μορφή και τη σύστασή της, να μιλήσουμε ίσως για την ηλικία της, και να
παρακολουθήσουμε τις μεταβολές της. Δεν μπορούμε όμως απροϋπόθετα να
απαντήσουμε στο ερώτημα για τον σκοπό της ύπαρξής της, ούτε και ποιος τη
δημιούργησε. Θέτει έτσι, πολύ νωρίς, τις αρχές στις οποίες βασίστηκαν
και οι φιλόσοφοι της Επιστήμης πολύ αργότερα, τον 20ο αιώνα, ότι υπάρχει
σαφής διάκριση των ερωτημάτων στα οποία μπορεί να απαντήσει η θρησκεία,
ή, κατ’ άλλους η Μεταφυσική, από τη μιαν, και η Επιστήμη από την άλλη. Η
Επιστήμη ασχολείται περιγραφικά και ιστορικά με τον κόσμο, με τα «πώς»
και «πότε» ερωτήματα γι’ αυτόν, ενώ η θρησκεία με τα «γιατί» και «για
ποιο σκοπό» ερωτήματα.