13/3/20

«Η συμβολή της Εκκλησίας της Κύπρου στους αγώνες του Ελληνισμού» Ομιλία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, 9 Ιουλίου 2008. Του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Κύπρου κ. Χρυσοστόμου.

«Η συμβολή της Εκκλησίας της Κύπρου
στους αγώνες του Ελληνισμού»
Ομιλία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, 9 Ιουλίου 2008.

Του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Κύπρου κ. Χρυσοστόμου.




Κατανοώ πλήρως τις υψηλές προσδοκίες σας να ακούσετε λόγο αντάξιο του τόπου από τον οποίο εκφέρεται, της επετείου που σήμερα αναμιμνησκόμαστε και του δισχιλιετούς θεσμού που εκπροσωπώ.

Ο τόπος, το κλεινόν άστυ, το κέντρο των αισθημάτων και των σκέψεων των απανταχού της γης Ελλήνων, είναι ο χώρος προς τον οποίο εστιάζονται και οι εθνικοί πόθοι και οραματισμοί του ποιμνίου μου∙ το σημείο στο οποίο στρέφονται εδώ και 35 αιώνες και θα στρέφονται για πάντα, σταθερά και αδιάλειπτα, οι πυξίδες των καρδιών του. Ό,τι θα λεχθεί εδώ θα πρέπει να είναι αντάξιο αυτών των πόθων και οραματισμών.

Η 9η Ιουλίου, εξάλλου, δεν είναι μια από τις πολλές επετείους του ιστορικού βίου μας. Είναι κορυφαίο σημείο αναφοράς ολόκληρου του Ελληνισμού. Συμπύκνωση διαχρονικών αξιών και μηνυμάτων. Όταν ένας αρχιεπίσκοπος κι άλλοι αρχιερείς θυσιάζονται εκουσίως για την αξία της πατρίδας και την ορθόδοξη πίστη τους, ο θάνατός τους ξεπερνά το τέλος της βιολογικής ύπαρξής τους και γίνεται καθοδηγητικός φάρος του λαού, υπόθεση άντλησης διδαγμάτων. Και η ημέρα, λοιπόν, απαιτεί αντάξιο της επετείου λόγο.

Μα και η θέση μου, ως προκαθημένου της μαρτυρικής Κυπριακής Εκκλησίας δημιουργεί προσδοκίες για αντάξιο της πορείας της Εκκλησίας μας λόγο. Για την Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία της Κύπρου, η πρωτοπορία σε κάθε αγώνα υπέρ της εθνικής ελευθερίας, αποτελεί μακράν παράδοση. Οι Έλληνες εταύτισαν ανέκαθεν την ορθόδοξη πίστη με την ελληνική εθνική συνείδηση. Η συνειδητοποίηση αυτής της ταύτισης διευρύνεται σε καιρούς δουλείας. Κι η Κύπρος που, «κρίμασιν οις οίδε Κύριος», για μακρούς αιώνες γεύεται τους πικρούς καρπούς στυγεράς δουλοσύνης, νιώθει έντονα την ταύτιση αυτή.

Πέραν, λοιπόν, από την τιμή που αισθάνομαι για την πρόταση που μου έγινε να μιλήσω απόψε ενώπιόν σας, και για την οποία ευχαριστώ ιδιαίτερα τις Πανεπιστημιακές Αρχές, αισθανόμενος και την ευθύνη, νιώθω την ανάγκη να ζητήσω εκ των προτέρων την επιείκειά σας. Θα προσπαθήσω, όσο μπορώ, η αναφορά μου να μη μειώσει ούτε στο ελάχιστο τη συνεισφορά της Εκκλησίας της Κύπρου στους αγώνες του έθνους.

Όταν μελετούμε τη συνάντηση Χριστιανισμού και Ελληνισμού βλέπουμε τι πρόσφερε ο ένας στον άλλο. Κι όσο είναι αλήθεια ότι ο Ελληνισμός πρόσφερε στο Χριστιανισμό τη γλώσσα του, τη φιλοσοφική ορολογία και στοχασμό του, και τη δημοκρατική οργάνωση στην εκκλησιαστική διοίκηση, είναι το ίδιο αλήθεια ότι και ο Χριστιανισμός έδωσε εξίσου σημαντικά στοιχεία στον Ελληνισμό: Του έδωσε πρώτα ύλη προς διανόηση. Οι μεγάλοι φιλόσοφοι και οι λυρικοί ποιητές σταματούν μέχρι την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Ο Ελληνισμός φαινόταν να είχε αναστείλει την ορμή της πνευματικής του δημιουργίας: Κι όχι μόνο αυτό. Φαινόταν να είχε εκλείψει και η πνευματική δύναμη για εξέταση και έρευνα των ήδη παραχθέντων.

Έρχεται λοιπόν ο Χριστιανισμός και δίνει νέες ιδέες, νέες ηθικές αρχές, νέο πνευματικό πλούτο, αναζωογονώντας και πάλι την Ελληνική πνευματική παραγωγή. Έδωσε, ύστερα, ο Χριστιανισμός στον Ελληνισμό τον ανθρωπισμό του Ευαγγελίου, την αγάπη προς τον πλησίον, και του ενεφύσησε το οικουμενικό πνεύμα των αρχών και ιδανικών του. Και τέλος του έδωσε το ηρωϊκό πνεύμα της θυσίας του σταυρού. Οι Έλληνες, βέβαια, είχαν παράδοση στο να θυσιάζουν τη ζωή τους για την πατρίδα. Μαραθώνας, Σαλαμίνα, Θερμοπύλες, είναι ενδεικτικά παραδείγματα τέτοιας θυσίας και πριν τον Χριστό. Το Ελληνικό αυτό πνεύμα, όμως, μεταπλάττεται μέσα στη μήτρα του Χριστιανισμού, με τη γόνιμη σκέψη και τη μεταφυσική θεμελίωση των Ελλήνων Πατέρων και την ασκητική παράδοση της Χριστιανικής Ανατολής. Μέσα απ’ αυτό τον συγκερασμό και μ’ αυτή τη διασταύρωση έχουμε την ταύτιση της εθνικής και της Χριστιανικής συνείδησης και την ανάδειξη της θυσίας υπέρ πίστεως και πατρίδος, ως της μέγιστης καταξίωσης του ανθρώπου. Κι επειδή τα όρια των δύο μεγεθών, του Ελληνισμού και του Χριστιανισμού κατέστησαν αδιαχώριστα, όταν το έθνος υπέκυπτε σε υπέρτερες δυνάμεις και υποδουλωνόταν, η Εκκλησία γινόταν βακτηρία και υποστηριγμός, ελπίδα και τροφοδότης του αγώνα για την παλιγγενεσία του.

Θα εξετάσω το θέμα που μου προτάθηκε σε δύο αλληλένδετες ενότητες. Θα αναφερθώ πρώτα στους αγώνες της Κυπριακής Εκκλησίας για ανάκτηση αλλά και προάσπιση της ελευθερίας της ίδιας της Κύπρου, κι ύστερα στη συμμετοχή της στους αγώνες του ευρύτερου Ελληνισμού.

Η ιστορία της Εκκλησίας της Κύπρου σ’ όλη τη διάρκεια του δισχιλιετούς βίου της είναι η Ιστορία των Ελλήνων Κυπρίων που αγωνίζονται συνεχώς να διατηρήσουν ό,τι ιερό έχουν: Την ορθόδοξή τους πίστη, την ελληνική τους γλώσσα και την εθνική τους συνείδηση.

Έχοντας το κύρος του Αυτοκεφάλου, λόγω της Αποστολικότητας και της αγιότητας του βίου της, και περιβεβλημένη με ειδικά αυτοκρατορικά προνόμια, λόγω και της ακριτικής – μέσα στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία – γεωγραφικής θέσης της νήσου, η Εκκλησία μας ταύτισε, κυριολεκτικά, τις τύχες της με τις τύχες του ποιμνίου της. Τον 7ο αιώνα ο Αρχιεπίσκοπος και η Ιεραρχία ακολουθούν το ποίμνιό τους στα μέρη της Κυζίκου, στον Ελλήσποντο, φεύγοντας τις επιδρομές και τις δηώσεις των Αράβων, σε έναν αγώνα φυσικής επιβίωσης. Απόηχος εκείνης της μετοικεσίας είναι ο τίτλος του εκάστοτε Προκαθημένου της Κυπριακής Εκκλησίας, ως Αρχιεπισκόπου Νέας Ιουστινιανής και πάσης Κύπρου. Λίγο αργότερα, τον 9ο αιώνα, ο επίσκοπος Χύτρων, Άγιος Δημητριανός, ακολουθεί εκουσίως το αιχμαλωτισθέν ποίμνιό του στα μέρη της Μεσοποταμίας και το στηρίζει. Οι συνεχείς προσπάθειές του και ο υποδειγματικός βίος του, πείθουν τον ηγεμόνα να επιτρέψει τον επαναπατρισμό.

Στους δύσκολους αιώνες της Λατινοκρατίας, που εκτείνεται από το 1191 μέχρι το 1570, ο αγώνας ήταν σκληρός, κι όπως συνήθως, διμέτωπος. Ήταν αγώνας για την ανάκτηση της εθνικής ελευθερίας αλλά και την προάσπιση της Ορθόδοξης πίστης. Η διοικητική δομή της Αυτοκεφάλου Ορθοδόξου Εκκλησίας της Κύπρου εξαρθρώθηκε και η ιεραρχία της κατελύθη. Από τις 14 επισκοπές καταργήθηκαν οι 10. Και οι 4 επίσκοποι, που επετράπη να παραμείνουν, απομακρύνθηκαν από τις πόλεις σε μικρά χωριά. Κάτω όμως κι απ’ αυτές τις πιο αντίξοες συνθήκες, η Εκκλησία κράτησε άσβεστο το φως της εθνικής αυτοσυνειδησίας, προφυλάσσοντάς το από τους παπικούς μισσιοναρίους που, δρώντας ύπουλα, απέδιδαν τα δεινοπαθήματα του τόπου και του λαού στ’ αμαρτήματα της Ορθοδοξίας και επιχειρούσαν τον εκλατινισμό.

Από τις πολλές, αλλά ανεπιτυχείς, λόγω της σκληρής διακυβέρνησης των Φράγκων, επαναστάσεις αναφέρω μόνο την επανάσταση του βασιλιά Αλέξη που έγινε το 1427. Άξιο αναφοράς είναι επίσης από την περίοδο αυτή το φρικτό μαρτύριο των 13 μοναχών της Καντάρας, το 1231.

Η Εκκλησία της Κύπρου συνειδητοποιεί βαθύτερα το ρόλο της κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας. Πριν, υπήρχε το ελεύθερο ελληνικό βυζαντινό κράτος, που παρόλη τη συρρίκνωσή του, συνιστούσε πηγή ελπίδας για τους Κυπρίους. Στην Τουρκοκρατία και την Αγγλοκρατία, που ακολούθησε, η Εκκλησία ήταν ο μόνος οργανωμένος εθνικός φορέας των υποδούλων κι η μόνη ελπίδα τους.

Η Εκκλησία της Κύπρου «ως όρνις επισυνάγουσα τα νοσσία εαυτής υπό τας πτέρυγας» εις καιρόν κινδύνου, ανέλαβε τη στήριξη του λαού με κάθε τρόπο, αναμένουσα την ανατολή καλύτερων ημερών. Συνάμα υποβοήθησε κάθε εξέγερση κατά του δυνάστη, όταν διαφαινόταν έστω και αμυδρά, πιθανότητα επιτυχίας. Η ελευθερία είναι δύναμη της ψυχής που απονεκρώνεται αν δεν ασχολείται κανείς συνεχώς μαζί της. Και θα ’πρεπε ο λαός να μην περιπέσει στο ραγιαδισμό και να μη συνηθίσει στην απλή επιβίωση. Αναφέρουμε ενδεικτικά τις προσπάθειες που έγιναν από την Εκκλησία στις αρχές του 17ου αιώνα, προς τον δούκα της Σαβοΐας όπως βοηθήσει «εις την απελευθέρωσιν του τόπου από τα χέρια του τυράννου» και την εξέγερση που επεχειρήθη το 1607, σε συντονισμό με τα σχέδια του δούκα της Φλωρεντίας να καταλάβει την Αμμόχωστο. Επαναστατικά κινήματα συνταράσσουν το νησί και κατά τα έτη 1764 και 1765.

Παράλληλα στους δύσκολους και ασέληνους αιώνες της Τουρκικής δουλείας, η Εκκλησία ανέλαβε και τη βαρύτατη αποστολή της διατήρησης αλλά και διάδοσης ανάμεσα στο ποίμνιό της, της ελληνικής γλώσσας και γενικότερα της ελληνικής παιδείας. Ήταν κι αυτός ένας άλλος δύσκολος αγώνας αποφασιστικής σημασίας για την επιβίωση του έθνους. Συνειδητοποιούσε η Εκκλησία, πως η ελληνική γλώσσα είναι βασικός παράγοντας δια του οποίου εκδηλώνεται η εθνική αυτοσυνειδησία. Οι Έλληνες της Κύπρου θα παρέμεναν Έλληνες, αν μιλούσαν ελληνικά.

Έτσι αρχίζουν από τον 18ο αιώνα να δημιουργούνται, από την Εκκλησία, τα πρώτα σχολεία για στοιχειώδη εκπαίδευση, κυρίως γλωσσική, σε πόλεις και χωριά. Κύριο σταθμό στον τομέα αυτό αποτελεί η κατά το 1812 ίδρυση από τον Αρχιεπίσκοπο Κυπριανό της «Ελληνικής Σχολής» που εξελίχθηκε αργότερα στο σημερινό Παγκύπριο Γυμνάσιο. Η Σχολή «θα βοηθούσε στην καλυτέρευση των ηθών», όπως κατά λέξη αναφέρεται στο πρακτικό σύστασής της. Μα ο ρόλος της δεν θα σταματούσε εκεί. Θα βοηθούσε στη διαφύλαξη και ενίσχυση της εθνικής αυτοσυνειδησίας και ελπίδας. Κατανοούσε, η Εκκλησία, πως μέσα στον αριθμητικό κατακλυσμό των βαρβάρων μόνο με την ποιότητα, την πνευματική πρόοδο και προκοπή θα επιζούσαμε. Και πράγματι η πρωτοβουλία της Εκκλησίας, να θέσει υπό την ευθύνη της την Παιδεία του τόπου, δεν είχε περιορισμένη χρονική σημασία. Αποδείχτηκε, εκ των υστέρων, η καίρια προϋπόθεση της αποτυχίας όλων των αφελληνιστικών προσπαθειών που ακολούθησαν.

Τμήμα της όλης Ελληνικής πατρίδας, η Κύπρος, συνδεδεμένη μαζί της με δεσμούς άθραυστους και ιερούς, δεσμούς αίματος, γλώσσας, θρησκείας, ηθών και παραδόσεων, βρισκόταν πάντα σε συντονισμό με τους παλμούς του υπόλοιπου Ελληνικού κορμού. Έτσι δεν έμεινε μακριά από την προετοιμαζόμενη εξέγερση του 1821.

Ο Κύπριος αρχιμανδρίτης Θεμιστοκλής Θησεύς επισκέφθηκε τη νήσο και γνωστοποίησε στον Αρχιεπίσκοπο Κυπριανό ότι η επανάσταση που προετοιμαζόταν για χρόνια, επρόκειτο να εκδηλωθεί και ζήτησε την ηθική συμπαράσταση της Εκκλησίας και του λαού. Ο Κυπριανός ήταν μυημένος από καιρό στη Φιλική Εταιρεία. Η καρδιά του σκιρτούσε στην προσδοκία της επανάστασης και στο όραμα της απελευθέρωσης. Αμετάθετος στόχος του ήταν η απελευθέρωση της Κύπρου. Στον στόχο αυτό αποσκοπούσαν όλες οι επί μέρους ενέργειές του. Μα, τόσον αυτός όσον και οι ηγέτες της Φιλικής Εταιρείας είχαν, πολύ σωστά, διαβλέψει τη δυσμενή θέση της Κύπρου μέσα στο κέντρο του σουλτανικού κράτους. Κάθε απόπειρα ένοπλης εξέγερσης των Κυπρίων θα καταπνιγόταν αμέσως στο αίμα από δυνάμεις που θα αποβιβάζονταν γρήγορα από τις γύρω περιοχές, ενώ η κύρια εστία της επανάστασης βρισκόταν μακριά και δεν θα μπορούσε να προσδοκάται βοήθεια απ’ εκεί. Γι’ αυτό και ο Κυπριανός «ηυλόγησε το εγκυμονούμενον εγχείρημα και ενίσχυσεν αυτό χρηματικώς κατά το δυνατόν». Αναφέρεται πως ο Κανάρης πλησίασε πολλάκις την Κύπρο και πήρε τρόφιμα και ρουχισμό που μαζεύτηκαν από τους κατοίκους για τον αγώνα.

Κι όμως η Κύπρος δεν διέφυγε την καταστροφή. Η Κύπρος και ο Αρχιεπίσκοπός της πλήρωσαν με το αίμα τους την ταπείνωση και τον εξευτελισμό που υφίστατο η Οθωμανική αυτοκρατορία στην ξηρά και τη θάλασσα από τις δυνάμεις της επανάστασης. Έτσι σαν σήμερα, πριν από 187 χρόνια, την 9η Ιουλίου 1821, ο Αρχιεπίσκοπος Κυπριανός, οι τρεις Μητροπολίτες, ηγούμενοι, αξιωματούχοι και άλλοι κληρικοί και λαϊκοί, 486 άτομα, θυσιάστηκαν, ως «αγνά και άμωμα ιερεία» υπέρ πίστεως και πατρίδος.

Οι Κύπριοι ιεράρχες δεν ήσαν απροετοίμαστοι για τη θυσία αυτή. Ήξεραν πως η ελευθερία, περισσότερο από κάθε άλλο αγαθό, εκτός από μόχθους και ανδρεία απαιτεί άφθονο μαρτυρικό αίμα.

Όταν κάποιος μπορεί ενσυνείδητα να πεθάνει γνωρίζει τι ακριβώς ζητά. Κι οι Κύπριοι ιεράρχες ήξεραν τι ζητούσαν. Επεδίωκαν τη στήριξη του ποιμνίου τους στη γη των πατέρων του μέχρι την ημέρα που θα δημιουργούνταν οι προϋποθέσεις για τη λύτρωση, την εθνική του αποκατάσταση.

Ανεπιτυχή επαναστατικά κινήματα εκδηλώθηκαν, με όλες τις τραγικές συνέπειές τους, καθ’ όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας. Κι όταν το 1878 η Κύπρος περιήλθε στα χέρια των Άγγλων, οι Έλληνες κάτοικοί της θεώρησαν ότι πλησίασε ο χρόνος της εθνικής αποκατάστασής τους. Νόμιζαν, φευ, ότι η Αγγλία, όπως πρόσφερε τα Επτάνησα στην Ελλάδα το 1864, έτσι θα έπραττε και με την Κύπρο. Ο Αρχιεπίσκοπος Σωφρόνιος υποδεχόμενος τους Άγγλους διαβεβαίωσε ότι ο κυπριακός λαός, «θέλει διατελεί αφοσιωμένος εις την νέαν αυτού κυβέρνησιν» αλλά «χωρίς να αρνηθεί την καταγωγήν και τους πόθους αυτού».

Οι ελπίδες των Κυπρίων γρήγορα διεψεύσθησαν, ιδίως μετά το 1925 που η Αγγλία προσάρτησε την Κύπρο ως αποικία. Οι επισκέψεις του Αρχιεπισκόπου Κυρίλλου του Γ΄ στο Λονδίνο δεν απέδωσαν και τον Οκτώβριο του 1931 σημειώθηκε η πρώτη εξέγερση. Οι Άγγλοι κατέπνιξαν αυτήν στο αίμα, που είναι γνωστή ως «Οκτωβριανά» και προσπάθησαν να επιφέρουν καίριο πλήγμα κατά της Εκκλησίας, που διαισθάνονταν ότι ευθυνόταν γι’ αυτή. Δύο Μητροπολίτες, ο Κιτίου και ο Κυρηνείας, καθώς και πάμπολλοι άλλοι, λαϊκοί και κληρικοί εξορίστηκαν.

Ο αγώνας της Εκκλησίας συνεχίζεται αμείωτος. Ο Μητροπολίτης Πάφου Λεόντιος, ως Τοποτηρητής του Αρχιεπισκοπικού θρόνου, και μόνος επίσκοπος στην Κύπρο από το 1933 μέχρι το 1947, παρόλο που σύρεται στα δικαστήρια, περιορίζεται σε μοναστήρια και υφίσταται εξευτελισμούς, μπορεί και κρατά την Παιδεία στα χέρια της Εκκλησίας και τον πόθο της Ένωσης ζωντανό. Το 1950 η Εκκλησία διεξάγει το ενωτικό δημοψήφισμα, στο οποίο 96% του Κυπριακού Ελληνισμού ζήτησε την Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα.

Κι όταν διεφάνη ότι η κατοχική δύναμη δεν είχε διάθεση να παραχωρήσει ελευθερία στον Κυπριακό λαό, η Εκκλησία ηγήθηκε, δια του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, του αγώνα για αποτίναξη του αποικιακού ζυγού. Τα μοναστήρια μας έγιναν οι τροφοδότες του αγώνα και ο τόπος καταφυγής και απόκρυψης των αγωνιστών. Οι ναοί λειτούργησαν και πάλι ως «κρυφά σχολειά» όταν ο δυνάστης, στην απόγνωσή του, απαγόρευσε τη λειτουργία των σχολείων. Ο αγώνας εκείνος δεν υπελείφθη σε τίποτα των παλαιότερων αγώνων του έθνους. Στο πρόσωπο του Αυξεντίου επανελήφθη το «Μολών λαβέ» του Λεωνίδα, στον αχυρώνα του Λιοπετρίου αναβίωσε το Χάνι της Γραβιάς, στο Δίκωμο ο Μάτσης μιμήθηκε τον Παλαιολόγο. Όσο κι αν τα ξένα συμφέροντα δεν επέτρεψαν τη δικαίωση εκείνου του αγώνα, όλος ο Κυπριακός λαός, ιδιαίτερα όμως η Κυπριακή Εκκλησία, νιώθουν περήφανοι γι’ αυτόν.

Στα χρόνια που ακολούθησαν, λόγω της εγκαθίδρυσης υπεύθυνης Κυπριακής Κυβέρνησης, η Εκκλησία μπόρεσε και απόθεσε μέρος των ευθυνών της γύρω από την εθνική διαπαιδαγώγηση του λαού. Στις τραγικές όμως μέρες που περνούμε, η φωνή της δεν σίγησε ούτε και θα σιγήσει ποτέ. Η Εκκλησία πάντοτε θα εκφέρει λόγον εθνικόν για επιβίωση του Κυπριακού Ελληνισμού. Οι ευθύνες της, μάλιστα, σήμερα είναι αυξημένες λόγω της παρατηρούμενης νωχέλειας άλλων.






Πειστήριο αλάνθαστο της ελληνικότητας της Κύπρου είναι η συμμετοχή της σ’ όλους τους αγώνες των Πανελλήνων, από αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι σήμερα. Στον τραχύ αγώνα που κατέβαλλε η ίδια για τη δική της δικαίωση, δεν ξεχνούσε το ευρύτερο όραμα της φυλής. Αισθανόταν πάντα βαριά την εθνική υποχρέωση να μετέχει στους αγώνες και τις προσπάθειες των πανελλήνων. Και πάλι η Εκκλησία πρωτοπορούσε στις εκδηλώσεις αυτές.

Αφήνοντας πίσω παλαιότερες συμμετοχές των Κυπρίων στα απελευθερωτικά κινήματα που εκδηλώνονταν στην κυρίως Ελλάδα και την Μικρά Ασία, θα περιοριστώ στον αγώνα του 1821 και όσους ακολούθησαν ύστερα από αυτόν. Πρώτος Κύπριος μάρτυρας στον αγώνα της παλιγγενεσίας, ο Ιωάννης Καρατζάς από τη Λευκωσία, που μαρτύρησε κατά την προπαρασκευή της ελληνικής εξέγερσης μαζί με τον Ρήγα Φεραίο, στις 7 Ιουνίου 1798.

Πολλοί Κύπριοι πήραν μέρος στις πολεμικές επιχειρήσεις κατά των Τούρκων στην ηπειρωτική Ελλάδα. Αρκετοί σκοτώθηκαν στη μάχη των Αθηνών το 1826. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι: Ο Κολοκοτρώνης γράφει για τον Κύπριο Νικόλαο Θησέα ότι δαπανούσε «εξ ιδίων του πάντοτε και δεν κατεδέχθη να επιβαρύνει εις ουδεμίαν περίπτωσιν το εθνικόν ταμείον». Ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης εξυμνεί την προθυμία του Θεοφύλακτου Θησέα, ενώ ο Μακρυγιάννης χαρακτηρίζει τον Μιχάλη Κυπραίο, που έπεσε στη μάχη των Μύλων ως «καλό και γενναίο στρατιώτη».

Από τότε εθελοντές από την Κύπρο προστρέχουν με αυξανόμενους ρυθμούς σε κάθε ατυχή ή ευτυχή προσπάθεια του Έθνους. Πάνω από χίλιοι μάχονται κατά τον ατυχή πόλεμο του 1897. Τέσσερις χιλιάδες συμμετέχουν στους νικηφόρους Βαλκανικούς πολέμους και εκεί φονεύεται, ηρωικώς μαχόμενος στην Ήπειρο, ο Δήμαρχος Λεμεσού Χριστόδουλος Σώζος. Μεταξύ των ιερέων του στρατού διακρίθηκε τότε, τόσο για το ήθος όσο και το φρόνημά του, ο μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος Μακάριος Β΄.

Κατά τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο στο πλευρό των φιλοσυμμαχικών στρατευμάτων της Βενιζελικής κυβέρνησης πολέμησαν 13.000 Κύπριοι.


Η Μικρασιατική εκστρατεία δονεί σύγκορμα τους Κυπρίους. Οραματίζονται την εκπλήρωση πόθων γενεών πολλών, που πέθαναν με την προσδοκία της εθνικής ολοκλήρωσης. Στον κατάλογο των εθελοντών της Μικρασιατικής εκστρατείας αναφέρονται πολλοί Κύπριοι, ανάμεσα στους οποίους ο Ιωάννης Τσαγγαρίδης, που για τα στρατηγικά επιτεύγματά του ονομάστηκε «θρυλικός επίλαρχος» και ο Γεώργιος Γρίβας, ο μετέπειτα στρατιωτικός αρχηγός του Κυπριακού απελευθερωτικού αγώνα. Μετά την τραγική έκβαση εκείνης της εκστρατείας η Κύπρος δέχτηκε με αδελφική αλληλεγγύη μεγάλο αριθμό προσφύγων κι οι εκκλησίες άνοιξαν τα ταμεία τους για την ανακούφισή τους.

Κατά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο οι Κύπριοι συμπαρατάσσονται και πάλι στο πλευρό της Ελλάδος. Από την Πάφο μέχρι τον Απόστολο Ανδρέα, όλη η Κύπρος έμοιαζε μ’ ένα ηφαίστειο εθνικής αλληλεγγύης. Εθελοντές κατά χιλιάδες (πέραν των 15. 000 κατετάγησαν, τότε, στον Βρετανικό στρατό), έρανοι παντού. Με εράνους αγοράστηκε το αεροπλάνο «Κερύνεια» για την Ελλάδα. 14.000 χρυσές αρραβώνες δόθηκαν στο Ελληνικό Προξενείο. Μέσα στα κιβώτια συσκευάστηκαν και στάλθηκαν ιερά σκεύη των εκκλησιών. Στο χωριό Κούκλια της Πάφου δόθηκαν τα εξαπτέρυγα με δήλωση του ιερέως: «Όταν η πατρίδα κινδυνεύει δεν χρειαζόμαστε εξαπτέρυγα. Μπορούμε και χωρίς αυτά να κάμουμε Λειτουργία». Στην Καλλέπεια, άλλο χωριό της Πάφου, δόθηκαν τα ασημένια καντήλια του ναού, ενώ στην Τάλα, το χωριό μου, το ιερό δισκοπότηρο.

Συμπαραστάθηκε λοιπόν και συμμετέσχε σ’ όλους τους αγώνες του Έθνους η Κύπρος, δια της Εκκλησίας της. Συμπορεύτηκε σ’ όλο το μήκος της εθνικής πορείας της Μητέρας πατρίδας, γιατί θεωρούσε πως κοινή είναι η μοίρα του Έθνους. Δυστυχώς δεν μπορούμε να πούμε ότι συνέβη πάντοτε και το αντίθετο, να συμπορευθεί δηλαδή και να συμπαρασταθεί το έθνος στις δυσκολίες και τις ανάγκες της Κύπρου. Την όλη συμπόρευση του Κυπριακού Ελληνισμού με τον Ελληνικό λαό εκφράζει πολύ χαρακτηριστικά μια εγκύκλιος του Αρχιεπισκόπου Κυρίλλου του Γ΄ τον Μάρτιο του 1921, προς τον Κυπριακό λαό, με την ευκαιρία του εορτασμού των 100 χρόνων από την κήρυξη της Επαναστάσεως του 1821. Βρισκόταν




τότε στο μεσουράνημά της και η προσπάθεια απελευθέρωσης της Μικράς Ασίας. Λέγει μεταξύ άλλων ο αοίδιμος Αρχιεπίσκοπος:

Δούλος και τότε ο Κυπριακός λαός, αλλά καιόμενος από τον έρωτα προς την Ελευθερίαν, ως η λοιπή Φυλή, προσέφερεν επί του αυτού βωμού τα τιμιώτερά του θύματα, Αρχιερείς, ανωτέρους κληρικούς, προύχοντας ,επιφανείς ή αφανείς μάρτυρας της Ελ­ληνικής Ιδέας.

Δούλος ο Κυπριακός λαός εν τη διαρροή της πρώτης Νεοελληνικής εκατονταετηρίδος, συνέβαλε το καθ’ εαυτόν εις την τεταμένην προσπάθειαν της όλης Φυλής προς εθνικήν αποκατάστασιν των υποδούλων. Γνώριμα είναι εις τα τέκνα της Κυπριακής γης τα θλιβερώς ένδοξα Θεσσαλικά πεδία, τα αιματοβαφή Ηπειρωτικά βουνά, ο δοξοβάδιστος δρόμος προς την νύμφην του Θερμαϊκού, τα πλήρη εθνικών αναμνήσεων πεδία του Μαιάνδρου και Καΰστρου, τα πράσινα βάθη των Ελληνικών θαλασσών. Δέν είναι ολίγοι οι ήρωες του, όσων τα οστά λευκαίνονται ήδη εις κάθε γωνίαν Ελληνικήν, όπου εσύρθη εκδικητικός ο ρους των αηττήτων διαδόχων των αθανάτων Ακριτών κατά τους τελευταίους τούτους χρόνους.
Κύριε Πρύτανη,

Όταν την Κύπρο, την ιδιαίτερη πατρίδα μου, κυκλώνουν και σήμερα στίφη βαρβάρων, που την απειλούν με την αριθμητική και στρατιωτική υπεροχή τους, δεν μπορώ να τερματίσω εδώ το λόγο. Δεν είναι για μας, τους εμπερίστατους, αρκετά τα μνημόσυνα, ούτε και το αίσθημα υπερηφάνειας που δημιουργεί η αναφορά στους ένδοξους προγόνους μας. Όταν η πατρίδα βρίσκεται σε κίνδυνο, προέχει το χρέος. Κι αν έχουν αξία οι εορτασμοί τέτοιων επετείων, όπως η σημερινή, είναι για να συνειδητοποιήσουμε τις δικές μας υποχρεώσεις.

Σήμερα φτάσαμε, δυστυχώς, σε οριακούς για την πατρίδα μας καιρούς. Και θα πρέπει να εξετάσουμε σοβαρά, πού θα στηρίξουμε τον αγώνα μας, πώς θα επαναπροσδιορίσουμε τις επιδιώξεις μας.

Μια τριακονταετής πορεία συνεχών υποχωρήσεων έναντι κάθε παράλογης αξίωσης της Τουρκίας, που κινήθηκε γύρω από τη φιλοσοφία μιας «κοινά αποδεκτής λύσης», είχε για μας ολέθριες συνέπειες. Κύρια εκτροπή εξ αρχής ήταν η θεώρηση του προβλήματός μας όχι ως προβλήματος εισβολής και συνεχιζόμενης Τουρκικής κατοχής, αλλά ως



θέματος δικοινοτικής διαμάχης που παραπέμπει στην αναζήτηση «μέσου όρου» θέσεων μεταξύ θύματος και θύτη. Αναμφίβολα ζούμε στην εποχή των ωμών συμφερόντων και των συσχετισμών δυνάμεων και δεν το αγνοούμε. Δεν είμαστε υπερδύναμη για να επιβάλλουμε τους όρους μας. Έχουμε τη γνώμη όμως ότι, ιδιαίτερα τον τελευταίο καιρό, από δική μας υπαιτιότητα, οδηγούμαστε από το κακό στο χειρότερο. Όχι μόνο δεν αξιοποιήσαμε στο ελάχιστο την ένταξή μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, το διεθνές και Ευρωπαϊκό δίκαιο, στα οποία στηρίζεται το σύγχρονο οικοδόμημα του ευρωπαϊκού κόσμου, αλλά, αντίθετα, δημιουργήσαμε και τον μύθο του καλού και διαλλακτικού Ταλάτ, που με δείπνα και κοινωνικές συναντήσεις, θα έλυε το πρόβλημά μας. Φορτώσαμε τις ευθύνες της Τουρκικής αδιαλλαξίας στη δική μας πλευρά και τη δική μας ηγεσία που τάχατες «δεν ήθελε λύση».

Απ’ αυτό τον αυτοεγκλωβισμό φοβούμαστε πως δεν θα βγούμε χωρίς νέες οδυνηρές απώλειες. Ήδη η εθνοκάθαρση, που είναι έγκλημα βαρύτατο και παραβιάζει βασικά πανανθρώπινα δικαιώματα, αρχίζει εκ μέρους μας να νομιμοποιείται, αφού για πρώτη φορά χρησιμοποιείται ο όρος «ελληνοκυπριακό» και «τουρκοκυπριακό» συνιστών κράτος. Η αναφορά σε κατοχή καταργείται στην πράξη, αφού αποδεχτήκαμε τώρα διάλογο για στρατιωτικά θέματα με την «Τουρκοκυπριακή πλευρά» αντί με την Τουρκία όπως γινόταν μέχρι σήμερα. Αυτοεμπαιζόμαστε «με τις εποικοδομητικές ασάφειες», ότι τάχα βοηθούν στην υπέρβαση αδιεξόδων, και φτάσαμε στο σημείο να ερμηνεύουμε την «επανένωση» εμείς ως επανένωση του κράτους (ούτε καν αναφορά για απελευθέρωση) κι οι Τούρκοι ως επανένωση των δύο κρατών. Ξεκινούμε με την εξ αρχής αποδοχή της παραμονής εποίκων και δεν συνειδητοποιούμε τη νομική υπονόμευση, εκ μέρους μας, των θέσεών μας.

Το χειρότερο, δεν δείχνουμε να καταλαβαίνουμε τη σημασία που έχει η προστασία της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η προσπάθεια της Τουρκίας να μονιμοποιήσει και να νομιμοποιήσει την κατοχή, να αποενοχοποιηθεί από την εισβολή, να απαλλαγεί από τα εγκλήματα που διέπραξε, δεν μπορεί να ευοδωθεί όσο υπάρχουν οι αποφάσεις και τα ψηφίσματα των Ηνωμένων Εθνών και της Ευρωπαϊκής Ένωσης που θωρακίζουν την Κυπριακή Δημοκρατία. Ο μόνος τρόπος για να απαλλαγούν οι Τούρκοι και οι σύμμαχοί τους από τα ψηφίσματα και τις αποφάσεις αυτές είναι η διάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, του αντικειμένου προς το οποίο τα ψηφίσματα απευθύνονται. Γι’ αυτό και βυσσοδομούν για εξ υπαρχής δημιουργία νέου κράτους, ώστε στη σύγκρουση των δύο «συνεταίρων» που θα προκύψει, ή θα μεθοδευτεί, απαλλαγμένοι από τις ειλημμένες υποχρεώσεις τους, να τρέξουν να προσφέρουν τις «καλές τους υπηρεσίες» και να αναγνωρίσουν τα δύο κράτη που οραματίζονται. Θα ’πρεπε ως εκ τούτου, στην ερώτηση αν η επιδιωκόμενη λύση θα προκύψει από παρθενογένεση, η απάντηση να ήταν ξεκάθαρη. Η απάντηση ότι θα έχουμε τελικά μιαν ενιαία ομοσπονδιακή κυβέρνηση μας αυτοεγκλωβίζει. Η ενιαία ομοσπονδιακή κυβέρνηση δεν μπορεί να προκύψει από παρθενογένεση. Πώς θα ξεφύγουμε αργότερα; Μήπως ανοίγουμε δρόμο σε νέες Τουρκικές διεκδικήσεις; Δεν συνιστούν τα πιο πάνω σοβαρότατες διολισθήσεις προς τις Τουρκικές απαράδεκτες θέσεις;

Θα ’ταν αφέλεια σοβαρότατης μορφής η πίστωση με καλή θέληση της Τουρκίας. Και νομίζω πως υπνώττουμε, αν πιστεύουμε ότι με το άνοιγμα διόδων προς τα κατεχόμενα, με τους όρους μάλιστα του κατακτητή, διευκολύνεται η λύση. Εξυπηρετούνται, απλώς, τα οικονομικά και άλλα συμφέροντα της Τουρκίας και εξασθενεί η πιθανότητα άσκησης πίεσης σ’ αυτήν από τρίτους.

Η Τουρκία δεν επιθυμεί λύση επανένωσης της Κύπρου. Αν για να επιβάλει τα άνομα σχέδιά της κράτησε σε άθλιες συνθήκες, απομονωμένους μέσα σε θυλάκους για δέκα χρόνια τους Τουρκοκυπρίους, θα συγκατανεύσει τώρα, που βρίσκεται σε θέση ισχύος, σε επανένωση του τόπου και του λαού, απλώς γιατί υποχωρούμε συνεχώς από τις θέσεις μας; Η Τουρκία μεθοδεύει την κατάληψη ολόκληρης της Κύπρου, χωρίς να επείγεται ιδιαίτερα για τον χρόνο αυτής της κατάληψης.

Εξ άλλου η, δίκην αποικιακού κυβερνήτη, καθημερινή εμφάνιση του Άγγλου Υπάτου Αρμοστή στη Λευκωσία, ο οποίος προαναγγέλλει εξελίξεις και ποδηγετεί διαδικασίες, ποια περιθώρια επιτυχίας αφήνει στις προσπάθειές μας; Ποιοι εργάστηκαν απεγνωσμένα από τα γεγονότα της σφαγής στον Κοντεμένο το 1958, τη διαδικασία επιβολής της Πράσινης Γραμμής το 1963, μέχρι και σήμερα, για την διαίρεση και τη διεύρυνση του χάσματος των δύο κοινοτήτων; Τα συμφέροντα των Άγγλων στην



περιοχή δεν έχουν διαφοροποιηθεί. Και δυστυχώς δεν συμπίπτουν ούτε με τις αρχές του δικαίου ούτε με τα δικά μας συμφέροντα.

Είναι καιρός, ή μάλλον έχει εξαντληθεί ο καιρός, και πρέπει να ανανήψουμε. Να ανασυντάξουμε τις δυνάμεις αλλά κυρίως τις σκέψεις και το φρόνημά μας. Να κατανοήσουμε την κρισιμότητα των καιρών και να χαράξουμε πορεία πλεύσης:

Η πείρα απέδειξε ότι οι συνεχείς υποχωρήσεις (κι έχουμε ήδη φτάσει στα όρια εθνικής αυτοκτονίας) δεν εξευμενίζουν τον κατακτητή ούτε και τον οδηγούν σε συμβιβασμό. Το έχουμε διαπιστώσει ότι σε κάθε
υποχώρησή μας, η Τουρκία προβάλλει νέες αξιώσεις. Θα πρέπει, ως εκ τούτου, να εδράσουμε τον αγώνα μας αμετακίνητα, σε αδιαμφισβήτητες θέσεις αρχών, τις αρχές των Ηνωμένων Εθνών και το Ευρωπαϊκό Κεκτημένο, που είναι σήμερα παγκοσμίως αποδεκτές, ώστε κανένας να μην μπορεί, αν εμείς δεν το θέλουμε, να μας πιέσει. Ποιος και με ποια κριτήρια θα αρνηθεί, στον 21ο αιώνα, το δικαίωμα περιουσίας, ελεύθερης διακίνησης και εγκατάστασης κάποιου στην ίδια του τη χώρα, όταν αυτό το δικαίωμα κατοχυρώνεται για όλη την Ευρώπη; Ποιος και με ποια κριτήρια, αν εμείς δεν το αποδεχτούμε, θα δικαιώσει ή θα δικαιολογήσει την Τουρκία στα θέματα του εποικισμού και του εθνικού ξεκαθαρίσματος;

  • Έχω τη γνώμη πως αν δεν αναχαιτισθεί η κατακλυσμιαία εισροή εποίκων στον τόπο μας, που μεταβάλλει επικίνδυνα το δημογραφικό χαρακτήρα της Κύπρου, με ξεκάθαρες τις επιδιώξεις της Τουρκίας, θα πρέπει πολύ σοβαρά να μελετηθεί το κλείσιμο όλων των διόδων προς τα κατεχόμενα. Να εξηγήσουμε στους Εταίρους μας και στον υπόλοιπο κόσμο πως αυτό δεν είναι πράξη ανελευθερίας αλλά πράξη στοιχειώδους αυτοάμυνας. Η οικονομική ενίσχυση της κατοχής (κι όχι των Τουρκοκυπρίων) δεν οδηγεί σε λύση. Εδραιώνει τα τετελεσμένα και προωθεί την ήδη μεθοδευμένη κατάληψη ολόκληρης της νήσου.

  • Θα πρέπει όμως να γρηγορούν και οι συνειδήσεις μας. Η κούραση που κατέλαβε μερικούς, ο ραγιαδισμός που χαρακτηρίζει άλλους, η εκούσια ή ακούσια προώθηση των θέσεων της Τουρκίας από




μερικούς Ελληνοκυπρίους, είναι φαινόμενα που θα πρέπει αμέσως να εκλείψουν.

Ακούσαμε πρόσφατα από στόμα πανεπιστημιακού καθηγητή, ότι θα ’ταν ορθό να μην αναφερόμαστε σε Τουρκική εισβολή αφού η «άλλη πλευρά» μιλά για ειρηνευτική επιχείρηση. Τούτο συνιστά μιαν άκρως επικίνδυνη αλλοίωση της ταυτότητας και της συνείδησης έστω και λίγων στον τόπο μας, που επιφέρει μια τραγική σύγχυση πραγμάτων, ιδεών και επιδιώξεων. Όταν αλωθούν κατά τέτοιο τρόπο οι συνειδήσεις, για ποια ιδανικά θα αγωνιστούμε; Επείγει η άμεση απομόνωση τέτοιων φωνών.

  • Και τέλος πιστεύω πως και η Ελλάδα θα πρέπει να αναλάβει τις ευθύνες της απέναντι σ’ ένα τμήμα του Έθνους που κινδυνεύει. Νιώσαμε πολλές φορές μέχρι τώρα το πικρό αίσθημα της εγκατάλειψης σε ώρες δύσκολες. Όταν το 1974 αναγκαζόμασταν να εγκαταλείψουμε τα σπίτια και τις περιουσίες μας, το έθνος, δυστυχώς, στάθηκε σε απόσταση ασφαλείας από τα τεκταινόμενα, προβάλλοντας τη δικαιολογία της απόστασης. Πριν από λίγα χρόνια, μέρος τής ηγεσίας του Έθνους, μάς συμβούλευε σε αποδοχή του σχεδίου Ανάν, που θα οδηγούσε – και είναι σίγουρο ότι το έβλεπαν κι αυτοί – σε εθνική τραγωδία. Σήμερα βολεύτηκε πίσω από το «εσείς αποφασίζετε κι εμείς στηρίζουμε». Μα σε ώρες κινδύνου δεν μπορεί να είμαστε μόνοι. Είμαστε φύτρα της ίδιας γενιάς. Κοινά είναι τα προβλήματα, κοινή και η μοίρα όλου του Ελληνισμού. Τυχόν ευόδωση των Τουρκικών επιδιώξεων στην Κύπρο θα οδηγήσει σε διεκδικήσεις και άλλων Ελληνικών εδαφών. Αν οι Κύπριοι έτρεξαν στο πλευρό της αγωνιζόμενης Ελλάδας κι αν από τα πανάρχαια χρόνια τα κόκκαλά τους λιπαίνουν διάφορα μέρη της Ελληνικής γης, έχουμε την αξίωση – μας δίνει αυτό το δικαίωμα η κοινή μας καταγωγή – και η Ελλάδα να αντιπροσφέρει στην Κύπρο τη δυναμική στήριξη των δικαίων της στη διεθνή σκηνή.






Ίσως να καταχράστηκα το χρόνο σας. Ένιωθα όμως την ανάγκη να εκθέσω, και σε σας, την αγωνία μου για την τύχη του Κυπριακού Ελληνισμού, αποσκοπώντας στην εκζήτηση της βοήθειάς σας. Πιστεύω πως έστω και τώρα αν, Ελλάδα και Κύπρος, συντονίσουμε τις προσπάθειές μας, κι αν μείνουμε αμετακίνητοι σε θέσεις αρχών, είναι δυνατή η σωτηρία. Ο Ελληνισμός, όταν ήταν έτοιμος για θυσίες κι όταν ομονοούσε, πάντα πετύχαινε τους στόχους του.

Το καθήκον μας απέναντι στους προγόνους μας, απέναντι στη μνήμη όλων των ηρωϊκών νεκρών μας και ιδιαίτερα αυτών που θυσιάστηκαν το 1821, σαν σήμερα, του Αρχιεπισκόπου Κυπριανού και των άλλων κληρικών και λαϊκών επιτάσσει αυτή την προσπάθεια. Είναι ο μόνος τρόπος για να πλέξουμε γι’ αυτούς, κι ελπίζω σύντομα, το στεφάνι μας με ελεύθερη τη δάφνη τού σεβασμού και του ιστορικού μας χρέους!

Σας ευχαριστώ πολύ.