Οι λειτουργικές τέχνες βρέθηκαν στο επίκεντρο συμποσίου, που έλαβε χώρα στην Πάτρα από τις 17 έως τις 19 Σεπτεμβρίου, με διοργανωτή την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας. Οι εργασίες πραγματοποιήθηκαν στο Συνεδριακό Κέντρο Χριστιανικής Εστίας της Μητροπόλεως Πατρών, με τη συμμετοχή 116 εκπροσώπων από 58 Μητροπόλεις.
Μιλώντας για τα άμφια, ο Αρχιμανδρίτης κ. Γεώργιος Χρυσοστόμου, Αναπληρωτής Καθηγητής στην Ανωτάτη Εκκλησιαστική Ακαδημία της Θεσσαλονίκης, επεσήμανε τα εξής: «Στη σύγχρονη λειτουργική μας πράξη, ιδιαίτερα κατά τα συλλείτουργα, παρατηρείται μια αναρχία και, ως ένα βαθμό, σύγχυση σχετικά με το χρώμα των αμφίων. Η χρωματική, όμως, αρμονία βοηθά αισθητικά τους πιστούς να μετέχουν στα τελούμενα. Από την άλλη πλευρά, η χρωματική αταξία δεν συνδυάζεται με την ουράνια τάξη της θείας λατρείας. Έτσι, κρίνεται απαραίτητος ο καθορισμός συγκεκριμένων χρωμάτων στα ιερά άμφια, κάτι ποο αφορά όχι μόνον την αισθητική αλλά και την εκκλησιολογία».
Στο πρόβλημα της αισθητικής στην κατασκευή των ιερών σκευών αναφέρθηκε ο Αρχιμανδρίτης κ. Νικόδημος Σκρέττας, Επίκουρος Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης: «Η εμπορευματοποίηση όχι μόνο έφερε κακοσχημία στα σκεύη αλλά και η πρακτικότητά τους αντί να λύνει, δημιουργεί προβλήματα κατά την τέλεση της θείας λειτουργίας. Πλην των σκευών υπάρχουν και τα άμφια της αγίας Τραπέζης, όπως το κατασάρκιον, η ενδυτή και το ειλητόν. Στοιχείο που πρέπει να προσεχθεί στα ενδύματα αυτά της αγίας Τραπέζης είναι η σταδιακή σύγχυση που επικράτησε ανάμεσα στο ειλητό και το αντιμήνσιον. Είναι λάθος πάνω σε καθαγιασμένη από τα εγκαίνια Τράπεζα να τοποθετείται καθαγιασμένο ιερό αντιμήνσιο. Το ρόλο του αντιμηνσίου όπως χρησιμοποιείται στη σύγχρονη εποχή, τον έπαιζε πάντοτε το ειλητό, το οποίο και περιφύλαττε τους μαργαρίτες της ευχαριστίας».
Ο κ. Γεώργιος Φίλιας, Καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών μίλησε για «τα Μηναία». Ο ομιλητής ανέφερε ότι «οι διαφορετικοί τύποι των Μηναίων διακρίνονται σε τέσσερεις κατηγορίες: τα «αρχαϊκά περιφεριακά», τα «αρχαϊκά μητροπολιτικά», τα «ανανεωμένα» και τα «νεοσαββαϊτικά». Το περιεχόμενο των Μηναίων έχει μεταφραστεί σε λειτουργικές γλώσσες ομοδόξων λαών (σλαβωνικές και ρουμανικές μεταφράσεις), αλλά και στις σύγχρονες διαδεδομένες ευρωπαϊκές γλώσσες. Είναι αξιοσημείωτο, μάλιστα, ότι στις γλώσσες των ομοδόξων σλαυοφώνων και αραβοφώνων λαών, ο τίτλος «Μηναίον» διασώζεται με μικρές παραλλαγές. Τι θα ανέμενε σήμερα η ορθόδοξη Εκκλησία από μία επανέκδοση των Μηναίων; Ίσως θα ανέμενε το πρωταρχικό επίτευγμα της συγκεντρώσεως όλων των χειρογράφων Μηναίων, τα οποία (κατά καιρούς) απετέλεσαν τη βάση των διαφόρων εκδόσεων».
Την «Παρακλητική και το Ωρολόγιο» ανέπτυξε ο κ. Δημήτριος Μπαλαγεώργος, Επίκουρος Καθηγητής του τμήματος Μουσικών Σπουδών της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, παρουσιάζοντας τα λειτουργικά βιβλία της Παρακλητικής και του Ωρολογίου, με σύντομη αναφορά στην χειρόγραφη παράδοσή τους και υπενθυμίζοντας την μορφή του περιεχομένου και την λειτουργική χρήση τους. Εκτός από τη μουσική των δύο βιβλίων αναφέρθηκε ακόμη, στα μουσικά βιβλία που διασώζουν τις υπερχιλιόχρονες μελωδίες των υμνογραφημάτων τους».
«Το Κήρυγμα και οι Λειτουργικές τέχνες» αποτέλεσε θέμα εισήγησης του Πρωτοπρεσβύτερου κ. Βασίλειου Καλλιακμάνη, Καθηγητή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης: «Το κήρυγμα χρειάζεται να είναι Χριστοκεντρικό, αγιογραφικό, πατερικό, μυσταγωγικό, πρακτικό, σαφές και συγκεκριμένο, ανεπιτήδευτο, «Λόγος παρακλήσεως», συγχρονισμένο και προσωπικό. Ο λόγος του κηρύγματος, έστω κι αν έχει όλα τα παραπάνω χαρακτηριστικά, καθίσταται αδύναμος και άνευρος, εάν δεν συνοδεύεται από ανάλογο βίωμα. Σημαντική είναι η συμβολή των λειτουργικών τεχνών στην εκφορά του κηρύγματος: η ναοδομία, η αγιογραφία, η ξυλογλυπτική, η εκκλησιαστική μουσική, το κέντημα κι όλες οι άλλες τέχνες, υπουργούν το μυστήριο της πίστεως και διδάσκουν τους πιστούς. Χρειάζεται προσοχή, μήπως η διακονία του λόγου εκπέσει σε ηθικολογία, δικανική απολογία και πολιτική καταγγελία. Γι᾽ αυτό και η καλή προετοιμασία ενός κηρύγματος είναι τέχνη, αφού έχει ανάγκη τους κανόνες και τις αρχές της Ομιλητικής και της Εκκλησιαστικής Ρητορικής».
Για τον «φωτισμό του Χριστιανικού Ναού» μίλησε ο κ. Παναγιώτης Σκαλτσής, Αναπληρωτής Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, υπογραμμίζοντας ότι: «Η περί φωτός θεολογία της Εκκλησίας σχετίζεται με το φωτισμό του Χριστιανικού Ναού ως τόπου συνάξεως και αγιασμού του λαού, ως πολύφωτου ουρανού και φωτοφόρου οίκου πεπληρωμένου «φωτός αϊδίου» και απαστράπτοντος την «άνωθεν φωτοφανή αίγλη». Η εν τω Ναώ φωτοχυσία την ώρα της τέλεσης των Ακολουθιών έχει βιβλικές ρίζες, γίνεται για λόγους πρακτικούς, λόγους τιμής και ευλαβείας, αλλά και λόγους σχετιζόμενους με τους συμβολισμούς που δίδει η Εκκλησία στο φως (χριστολογικούς, αγιοπνευματικούς)».
Στην εισήγηση με θέμα τη θεολογία της εικόνας του Πρωτοπρεσβύτερου κ. Σταμάτιου Σκλήρη, Διδάκτορα Θεολογίας κι Αγιογράφου, αναφέρθηκε: «οι Άγιες εικόνες είναι ένα γεγονός σύμφυτο με την Θεία Ευχαριστία και δείχνουν σαν άλλο τηλεσκόπιο το άλλο τοπίο της δημιουργίας. Τη μελλοντική αλήθεια της σκηνής του Θεού μετά των ανθρώπων. Γι αυτό και το κατεξοχήν εικονογραφικό θέμα είναι η Δευτέρα Παρουσία ή οι Άγιοι Πάντες με τον Χριστό και τους Αγγέλους, ή η επιτομή αυτών που είναι η εικόνα της Δεήσεως. Εκεί η Παναγία και ο Τίμιος Πρόδρομος παρακαλούν τον Χριστό-Κριτή να σώσει τους ανθρώπους. Θα μπορούσαμε να πούμε πως κάθε εικόνα ενός επιμέρους Αγίου δεν είναι παρά ένα τμήμα, που αποσπάστηκε από την μεγαλειώδη εικονογραφική σύνθεση της Δευτέρας Παρουσίας για να μας συνδέει μέσω της τιμής προς τον συγκεκριμένο Άγιο με την τελική και αιώνια αλήθεια των όντων».
Ο Εισηγητής κ. Τρύφων Τσομπάνης, Λέκτορας της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, μίλησε για τον εικονογραφικό κύκλο του Ναού: «Γίνεται μια ιστορική επισκόπηση στο θέμα της αγιογράφησης των ναών της παλαιοχριστιανικής περιόδου, εξετάζεται το θέμα του εικονογραφικού προγράμματος όπως αυτό καθιερώνεται μετά την Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδο και τις αισθητικές και δογματικές βάσεις που τίθενται με τις αποφάσεις της Συνόδου, μελετάται η εξέλιξη της ναοδομίας και της σχέσης αρχιτέκτονα και ζωγράφου στην ανοικοδόμηση ενός ναού, επισημαίνονται οι θεολογικές αισθητικές αντιλήψεις των μετέπειτα εποχών που συμβάλλουν πλέον στην καθιέρωση ενός κοινά αποδεκτού εικονογραφικού προγράμματος, γίνονται παρατηρήσεις σε κάποιες περιπτώσεις μνημείων και ακολουθεί ένας προβληματισμός για τη διαμόρφωση των εικονογραφικών προγραμμάτων των σημερινών ναών. Κατατίθενται γνώμες και προτάσεις, για μια πιο σωστή αντιμετώπιση του θέματος και καλύτερη οργάνωση της εκκλησίας στο θέμα της αισθητικής της σύγχρονης τέχνης ».
Αναφορικά, τέλος, με την υφαντουργία και τη μικροκεντητική» η Δρ. Αρχαιολογίας κ. Ελένη Βλαχοπούλου σημείωσε: «Η αναβίωση της εκκλησιαστικής υφαντουργίας και κεντητικής στη σύγχρονη Ελλάδα αποτελεί ένα φαινόμενο, που άρχισε να συντελείται σιγά-σιγά στη διάρκεια κυρίως του τελευταίου τετάρτου του 20ου αιώνα, μέσα σε μοναστικές, κυρίως, κοινότητες, ως αποτέλεσμα της ακμής του μοναχισμού, αλλά και από μεμονωμένους ιδιώτες καλλιτέχνες». Σκοπός της μελέτης ήταν ν’ αναδείξει τις σύγχρονες μεθόδους εκτέλεσης των καλλιτεχνημάτων αυτών, σε σύγκριση με τις παλαιές, ώστε να γίνουν καλύτερα κατανοητές οι διαφορές του σήμερα και του χθες, αλλά και τα κοινά μεταξύ τους σημεία.