2/2/13

Η Υπαπαντή του Σωτήρος

 Γράφτηκε από  Σπυρίδωνος Κ. Τσιτσίγκου



Οἱ βιο­μη­χα­νι­κές μας κοι­νω­νί­ες ἀδυ­να­τοῦν σή­μερα νά φα­ντα­στοῦν τήν ἀξί­α πού εἶχε τό φῶς γιά τούς πρω­τό­γονους.
Προ­χρι­στια­νι­κά τό σκο­τά­δι, ὁ χει­μώ­νας καί ἡ λε­χώ­να ἐθε­ω­ροῦντο πράγ­μα­τα δαι­μο­νι­κά (ἀκά­θαρ­τα), πού ἔπρε­πε μέ τή Μα­γεί­α νά ἐξορ­κι­στοῦν. Ἀντί­θε­τα, ἡ ἄνθηση τῆς Φύ­σης, τῆς Γῆς (πρβλ. γυ­ναίκας: ἡ ἀνα­γέν­νη­ση τῆς μη­τέ­ρας σέ παρ­θέ­να), τοῦ ἀέρα καί τῆς φωτιᾶς, ἦταν κάτι τό ἐπι­θυ­μητό  (ἄρα καί θε­ϊ­κό).
Οἱ Εἰδω­λο­λάτρες (φυ­σιο­λά­τρες, ἀστρο­λό­γοι, μά­γισ­σες) εἶχαν ἀφιε­ρώ­σει πολ­λές γιορτές γιά νά τι­μή­σουν τό φῶς (Ἥλιο, Σελήνη), πού συμ­βο­λι­ζό­ταν μέ τή φω­τιά-φλό­γα (κε­ρί). Με­τα­ξύ αὐτῶν ἐξέ­χου­σα θέ­ση κα­τεῖχε ἡ CandlemasImbolog (<imbolc = μέ­σα στή μή­τρα), χρο­νι­κό ση­μεῖο στίς ἀρχές Φεβρουαρίου (<februa= λω­ρί­δα ἀπό γι­δο­τό­μα­ρο) με­τα­ξύ χει­με­ρι­νοῦ ἡλιο­στα­σί­ου καί ἐα­ρινῆς ἰση­με­ρί­ας, ὅπου ὁ Ἥλιος βρί­σκε­ται στόν ἀστε­ρι­σμό τοῦ Ἰχθύ­ος, δηλ. τό με­γά­λω­μα (ἐνδυνάμωση) τοῦ φω­τός με­τά τή σκο­τει­νιά τοῦ χει­μώ­να. Τήν αὔξη­ση τοῦ φω­τός παρομοίαζαν μέ τήν πε­ρί­ο­δο τῆς γα­λα­κτο­τρο­φί­ας τοῦ βρέ­φους (Oimelc). Στήν Pennsylvania (να­ός τοῦ Marmot), ἀρχι­κά ἀπό Σκώ­τους Κέλ­τες καί Γερ­μα­νούς, πί­στευαν ὅτι ἄν ὁ σκαντζόχοιρος (ἤ ὁ ἀσβός) γυ­ρί­σει καί δεῖ στίς 2/2 τή σκιά του, θά ξα­να­μπεῖ στή φω­λιά του γιά ἄλλες 6 ἑβδο­μάδες, για­τί θά συ­νε­χι­στεῖ ὁ χει­μώ­νας. Στή γιορ­τή ἐτιμᾶτο ἡ τρί­μορφη (τῆς ποι­η­τικῆς ἔμπνευ­σης, τοῦ σέξ-γέν­νη­σης καί τῆς ἔμπυρης σφυ­ρη­λά­τη­σης τῆς σι­δη­ρο­τε­χνί­ας) θε­ά τῆς φω­τιᾶς Brigit (ὡς κύ­κνος) καί ὁ Πάν (Luprecalia= γιορ­τή τῶν λύ­κων), ἐνῶ γί­νο­νταν ζω­ο­θυ­σί­ες μέ ὄργια (οἱ ἱε­ρεῖς χτυ­ποῦσαν μέ γι­δο­τό­μα­ρα ξε­γυ­μνω­μέ­νες γυ­ναῖκες, γιά νά γίνουν γό­νι­μες!), ἐφό­σον στόν ἐξω­χρι­στια­νι­κό κό­σμο τό σέξ πε­ρι­βαλ­λό­ταν ἀπό tabu.
Ἄν, ὅμως, τό φυ­σι­κό φῶς εἶχε τό­ση ἀξί­α γιά τόν σαρ­κι­κό ἄνθρω­πο, πό­ση ἆράγε θά πρέ­πει νά ἔχει τό πνευ­μα­τι­κό φῶς γιά τόν πνευ­μα­τι­κό; Λέ­γο­ντας πνευ­μα­τι­κό φῶς, ἐννο­οῦμε ὅλο ἐκεῖνο τό πλέγ­μα ἀξιῶν, πού δί­νει νό­η­μα καί σκο­πό στή ζω­ή μας. Ἀπό τή στιγ­μή πού ὁ ἄνθρωπος συνει­δη­το­ποί­η­σε τόν ἑαυ­τό του (homosapiens), ἀπό τό­τε ἔχου­με τήν ἐμφά­νι­ση τοῦ ἀνθρωπίνου πνεύ­μα­τος.
Ὁ Χρι­στια­νι­σμός πρός ἀντι­με­τώ­πι­ση τῆς Κτι­σιο­λα­τρί­ας καί τοῦ Γνω­στι­κι­σμοῦ κα­θιέ­ρω­σε πανηγυ­ρι­κά τή γιορ­τή τῆς Ὑπα­πα­ντῆς ὡς τήν πα­ναν­θρώ­πι­νη ἀπο­δο­χή τοῦ Χρι­στοῦ - Φω­τός. Ἡ Ὑπα­πα­ντή, ὡς προ­φη­τι­κή δια­κή­ρυ­ξη τοῦ θε­οδόχου ἱε­ρέ­α Συ­με­ών γιά τό «σω­τή­ριον» τοῦ Θε­οῦ (Ἐναν­θρώ­πη­ση), μαρ­τυ­ρεῖ τήν πρώ­τη ἐπί­ση­μη ἐμφά­νι­ση τοῦ Βρέ­φους Ι­η­σοῦ στό κοι­νω­νι­κό Του πε­ρι­βάλ­λον.
Ὁ Χρι­στός, ὡς ὁ προ­αιώ­νιος (δη­μιουρ­γι­κός) Λό­γος τοῦ Φω­τός, ἔλαμ­ψε μέ τήν Ἐνσάρ­κω­σή Του στούς ἀνθρώ­πους (Ἐπιφάνεια), πού ὡς «κατ' εἰκό­να» Του, κα­θρε­φτί­ζο­νται (κρί­νο­νται) πά­νω Του (βλ. αὐτο­γνω­σία). Ἔτσι, ὁ Χρι­στια­νι­σμός ἤθε­λε νά πεῖ στούς Πα­γα­νι­στές ὅτι ὅπως ἀνέμεναν τόν Ἥλιο, νά ἀνα­μέ­νουν τόν Χρι­στό, ὅπως Τόν πρόσμε­νε καί τε­λι­κά ἀξιώθη­κε νά Τόν πάρει στήν ἀγκα­λιά του ὁ δί­καιος Συ­με­ών. Μέ τόν τρό­πο αὐτό, ἡ Ἐκκλη­σί­α συν­δύ­α­ζε τό φυσικό φῶς (Ἥλιος) μέ τό πνευ­μα­τι­κό (Χρι­στός), ἀντι­κα­θι­στώ­ντας τή λα­τρεί­α τῆς κτί­σης (Φύσης) μέ τή λα­τρεί­α τοῦ Κτί­σα­ντα (Δη­μιουρ­γοῦ Θε­οῦ).
Ἡ ἀνθρώ­πι­νη σο­φί­α (lumennaturale) δι­χά­στη­κε ἀπέ­να­ντι στό πρό­σω­πο τοῦ Χρι­στοῦ. Μέ τήν ἀνα­το­λή τοῦ ἄστρου τῶν Χρι­στου­γέν­νων ἄλλοι σκο­τεί­νια­σαν (Ἰού­δας, διῶκτες, ἄθε­οι, ὑλι­στές, αἱρε­τι­κοί) καί ἄλλοι φω­τί­στη­καν (Τρεῖς Μά­γοι, ἀπ. Παῦλος, διά­ση­μοι ἐπι­στή­μο­νες καί Φι­λό­σο­φοι) ψυ­χο­πνευ­μα­τι­κά, σύμ­φω­να μέ τήν προ­φη­τεί­α (Λουκ. 2, 34).
Στό πα­ρελ­θόν, οἱ διά­φο­ρες Θρη­σκεῖες ἀπο­δέ­χτη­καν ὡς Φῶτα τούς δι­κούς τους Μύ­στες (Βούδδας = φω­τι­σμέ­νος). Σή­με­ρα ἡ NewAge ἐπι­χει­ρεῖ νά ἐκμε­ταλ­λευ­τεῖ τήν Candlemas γιά ἕναν νε­ο-εἰδω­λο­λα­τρι­κό Οἰκο-Φε­μι­νι­σμό. Ὅμως, οἱ δύ­ο Διαθῆκες (πε­ρι­στε­ρές), ἀπο­δει­κνύουν κα­θα­ρά τή θε­ό­τη­τα τοῦ Χρι­στοῦ. Ὁλό­κλη­ρη ἡ Π.Δ. ἀπο­τε­λεῖ προ­τύ­πω­ση (σκιά) τῆς ἀπο­δοχῆς τοῦ μεσ­σια­νι­κοῦ Φω­τός. Ἀντί τῆς θυ­σί­ας τοῦ Μο­νο­γε­νοῦς Υἱοῦ τοῦ Θε­οῦ, οἱ Ἑβραῖοι πρόσφεραν τότε στόν Να­ό τόν πρω­τό­το­κο γιό τους μέ τή μορ­φή τῶν θυσιῶν κα­θαρῶν ζώ­ων· ἀντί τοῦ «παρ­θε­νι­κοῦ το­κε­τοῦ» τῆς Μη­τροπαρ­θέ­νου ἐξά­γνι­ζαν τε­λε­τουρ­γι­κά τίς λεχῶνες μέ κα­θαρ­μούς (σα­ρά­ντι­σμα: 40 = μέ­σος ὅρος μιᾶς γε­νιᾶς), ἐφό­σον τό σέξ ἐθε­ω­ρεῖτο ὡς μί­α­σμα.
Ἀγα­πη­τι­κή ἀπο-δο­χή τοῦ Χρι­στοῦ ση­μαί­νει πί­στη σ' Αὐτόν. Καί πίστη ση­μαί­νει ἐσχα­το­λο­γι­κή «ἔξο­δο» (Ek-stase) «εἰς Θε­οῦ ὑπά­ντη­σιν», ἀλλά καί ἐφαρ­μο­γή τοῦ Νό­μου Του (ὑπ-α­κού­ω), πού εἶναι ἡ ἀγά­πη τοῦ «πλη­σί­ον» (δηλ. ἡ Ἐκκλη­σί­α). Ἀπο­δε­χό­με­νος ὁ Θ. Πα­τέ­ρας τόν Υἱό καί ὁ Υἱός τόν Πα­τέ­ρα, ἀκού­ει καί κά­θε ἄνθρω­πο (φτω­χό, χή­ρα, ὀρφανό, τα­πει­νό, φυ­λα­κι­σμέ­νο). Ἡ ἀπο­δο­χή τῶν ἄλλων (συ­γκα­τά­βα­ση: empathy), γυ­ναικῶν, παι­διῶν σάν τό Θεῖο Βρέ­φος καί γε­ρό­ντων σάν τόν δί­καιο Συ­με­ών καί τήν προ­φή­τισ­σα Ἄννα, ὡς εἰκό­νων τοῦ Φω­τός, ἐξα­γιά­ζει τήν οἰκο­γέ­νεια, τίς κοινω­νικές - ἐπαγ­γελ­μα­τι­κές σχέ­σεις, τό Ἔθνος καί ὅλη τήν ἀνθρωπό­τη­τα.
Ἡ Ὀρθο­δο­ξί­α ἀρνεῖται τό­σο τή μη­τριαρ­χι­κό­τη­τα τοῦ Πα­γανι­σμοῦ, ὅσο καί τήν πα­τριαρ­χι­κό­τη­τα τοῦ Ἰου­δαϊ­σμοῦ. Στήν ἀναί­μα­κτη θυ­σί­α, ὅπου ὁ Υἱός προ­σφέ­ρει τό Σῶμα Του (Ἐκκλη­σί­α) στόν Θ. Πα­τέ­ρα (εὐδο­κί­α), ὁ πι­στός θυ­σιά­ζει τήν ψυ­χή καί τό σῶμα ἀντί τῶν δύ­ο (βλ. 2 φύ­σεις τοῦ Χρι­στοῦ) τρυ­γό­νων (= παρ­θέ­νων). Ἔτσι, μέ­σα στό μυ­στή­ριο τῆς Θ. Εὐχα­ρι­στί­ας ὄχι μό­νο μπο­ροῦμε νά ἀγκα­λιά­σου­με τόν Χρι­στό, ἀλλά καί νά Τόν γευ­τοῦμε σω­μα­τι­κά (θε­ο­δό­χοι). Ἄν ἀνοί­ξου­με τήν καρ­διά μας σ' Αὐτόν, θά γε­μίσου­με ἀπό (πνευ­μα­τι­κή) χα­ρά (cumsummalaetitia), με­γα­λύ­τε­ρη ἀπό ἐκεί­νη τοῦ κοινοῦ το­κε­τοῦ: «Βρέ­φος βλέ­πω καί Θε­όν μου γνωρί­ζω, βρέ­φος θηλᾶζον καί τόν κό­σμον δια­τρέ­φον, βρέ­φος κλαυθ­μη­ρί­ζον καί κό­σμῳ ζω­ήν καί χα­ράν χα­ρι­ζό­με­νον» (Κύ­ριλλος Ἱε­ρο­σο­λύ­μων).
Τέ­λος, ἡ ἀπο­δο­χή τοῦ Χρι­στοῦ εὐερ­γε­τεῖ τήν (προ­σω­πι­κή καί κοι­νω­νι­κή) ὑγεί­α καί τόν πλανήτη μας, ἐφό­σον ἡ γιορ­τή κα­θιε­ρώ­θη­κε τό 542 ἐξαι­τί­ας μιᾶς ἐπι­δη­μί­ας πα­νώ­λους καί ἑνός σει­σμοῦ στήν Κων/πο­λη, «ἵνα ὑπα­ντήσῃ ἵλειος ὁ Θε­ός τοῖς τό­τε κα­τα­τρε­χο­μέ­νους ὑπό τῶν συμ­φορῶν ἐκεί­νων» (Παῦλος Διά­κο­νος).
Ὑπό
Σπυρίδωνος Κ. Τσιτσίγκου, MA, DD, PhD
Αν. Καθηγητού Ψυχολογίας τής Θρησκείας τού Πανεπιστημίου Αθηνών

 http://www.zoiforos.gr