Γράφτηκε από
Σπυρίδωνος Κ. Τσιτσίγκου
Οἱ βιομηχανικές μας κοινωνίες ἀδυνατοῦν σήμερα νά φανταστοῦν τήν ἀξία πού εἶχε τό φῶς γιά τούς πρωτόγονους.
Προχριστιανικά τό σκοτάδι, ὁ χειμώνας καί ἡ λεχώνα ἐθεωροῦντο πράγματα δαιμονικά (ἀκάθαρτα),
πού ἔπρεπε μέ τή Μαγεία νά ἐξορκιστοῦν. Ἀντίθετα, ἡ ἄνθηση τῆς
Φύσης, τῆς Γῆς (πρβλ. γυναίκας: ἡ ἀναγέννηση τῆς μητέρας σέ
παρθένα), τοῦ ἀέρα καί τῆς φωτιᾶς, ἦταν κάτι τό ἐπιθυμητό (ἄρα καί
θεϊκό).
Οἱ Εἰδωλολάτρες (φυσιολάτρες, ἀστρολόγοι, μάγισσες)
εἶχαν ἀφιερώσει πολλές γιορτές γιά νά τιμήσουν τό φῶς (Ἥλιο,
Σελήνη), πού συμβολιζόταν μέ τή φωτιά-φλόγα (κερί). Μεταξύ
αὐτῶν ἐξέχουσα θέση κατεῖχε ἡ Candlemas ἤ Imbolog (<imbolc = μέσα στή μήτρα), χρονικό σημεῖο στίς ἀρχές Φεβρουαρίου (<februa=
λωρίδα ἀπό γιδοτόμαρο) μεταξύ χειμερινοῦ ἡλιοστασίου καί
ἐαρινῆς ἰσημερίας, ὅπου ὁ Ἥλιος βρίσκεται στόν ἀστερισμό τοῦ
Ἰχθύος, δηλ. τό μεγάλωμα (ἐνδυνάμωση) τοῦ φωτός μετά τή
σκοτεινιά τοῦ χειμώνα. Τήν αὔξηση τοῦ φωτός παρομοίαζαν μέ τήν
περίοδο τῆς γαλακτοτροφίας τοῦ βρέφους (Oimelc). Στήν Pennsylvania (ναός τοῦ Marmot),
ἀρχικά ἀπό Σκώτους Κέλτες καί Γερμανούς, πίστευαν ὅτι ἄν ὁ
σκαντζόχοιρος (ἤ ὁ ἀσβός) γυρίσει καί δεῖ στίς 2/2 τή σκιά του, θά
ξαναμπεῖ στή φωλιά του γιά ἄλλες 6 ἑβδομάδες, γιατί θά
συνεχιστεῖ ὁ χειμώνας. Στή γιορτή ἐτιμᾶτο ἡ τρίμορφη (τῆς
ποιητικῆς ἔμπνευσης, τοῦ σέξ-γέννησης καί τῆς ἔμπυρης
σφυρηλάτησης τῆς σιδηροτεχνίας) θεά τῆς φωτιᾶς Brigit (ὡς κύκνος) καί ὁ Πάν (Luprecalia=
γιορτή τῶν λύκων), ἐνῶ γίνονταν ζωοθυσίες μέ ὄργια (οἱ ἱερεῖς
χτυποῦσαν μέ γιδοτόμαρα ξεγυμνωμένες γυναῖκες, γιά νά γίνουν
γόνιμες!), ἐφόσον στόν ἐξωχριστιανικό κόσμο τό σέξ
περιβαλλόταν ἀπό tabu.
Ἄν, ὅμως, τό φυσικό φῶς εἶχε τόση ἀξία γιά τόν σαρκικό ἄνθρωπο, πόση ἆράγε θά πρέπει νά ἔχει τό πνευματικό φῶς γιά τόν πνευματικό;
Λέγοντας πνευματικό φῶς, ἐννοοῦμε ὅλο ἐκεῖνο τό πλέγμα ἀξιῶν,
πού δίνει νόημα καί σκοπό στή ζωή μας. Ἀπό τή στιγμή πού ὁ
ἄνθρωπος συνειδητοποίησε τόν ἑαυτό του (homosapiens), ἀπό τότε ἔχουμε τήν ἐμφάνιση τοῦ ἀνθρωπίνου πνεύματος.
Ὁ
Χριστιανισμός πρός ἀντιμετώπιση τῆς Κτισιολατρίας καί τοῦ
Γνωστικισμοῦ καθιέρωσε πανηγυρικά τή γιορτή τῆς Ὑπαπαντῆς ὡς
τήν πανανθρώπινη ἀποδοχή τοῦ Χριστοῦ - Φωτός. Ἡ Ὑπαπαντή, ὡς
προφητική διακήρυξη τοῦ θεοδόχου ἱερέα Συμεών γιά τό «σωτήριον» τοῦ Θεοῦ (Ἐνανθρώπηση), μαρτυρεῖ τήν πρώτη ἐπίσημη ἐμφάνιση τοῦ Βρέφους Ιησοῦ στό κοινωνικό Του περιβάλλον.
Ὁ Χριστός, ὡς ὁ προαιώνιος (δημιουργικός) Λόγος τοῦ Φωτός, ἔλαμψε μέ τήν Ἐνσάρκωσή Του στούς ἀνθρώπους (Ἐπιφάνεια),
πού ὡς «κατ' εἰκόνα» Του, καθρεφτίζονται (κρίνονται) πάνω Του
(βλ. αὐτογνωσία). Ἔτσι, ὁ Χριστιανισμός ἤθελε νά πεῖ στούς
Παγανιστές ὅτι ὅπως ἀνέμεναν τόν Ἥλιο, νά ἀναμένουν τόν Χριστό,
ὅπως Τόν πρόσμενε καί τελικά ἀξιώθηκε νά Τόν πάρει στήν ἀγκαλιά του
ὁ δίκαιος Συμεών. Μέ τόν τρόπο αὐτό, ἡ Ἐκκλησία
συνδύαζε τό φυσικό φῶς (Ἥλιος) μέ τό πνευματικό (Χριστός),
ἀντικαθιστώντας τή λατρεία τῆς κτίσης (Φύσης) μέ τή λατρεία τοῦ
Κτίσαντα (Δημιουργοῦ Θεοῦ).
Ἡ ἀνθρώπινη σοφία (lumennaturale)
διχάστηκε ἀπέναντι στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Μέ τήν ἀνατολή
τοῦ ἄστρου τῶν Χριστουγέννων ἄλλοι σκοτείνιασαν (Ἰούδας, διῶκτες,
ἄθεοι, ὑλιστές, αἱρετικοί) καί ἄλλοι φωτίστηκαν (Τρεῖς Μάγοι,
ἀπ. Παῦλος, διάσημοι ἐπιστήμονες καί Φιλόσοφοι)
ψυχοπνευματικά, σύμφωνα μέ τήν προφητεία (Λουκ. 2, 34).
Στό παρελθόν, οἱ διάφορες Θρησκεῖες ἀποδέχτηκαν ὡς Φῶτα τούς δικούς τους Μύστες (Βούδδας = φωτισμένος). Σήμερα ἡ NewAge ἐπιχειρεῖ νά ἐκμεταλλευτεῖ τήν Candlemas γιά ἕναν νεο-εἰδωλολατρικό Οἰκο-Φεμινισμό. Ὅμως, οἱ δύο Διαθῆκες (περιστερές), ἀποδεικνύουν καθαρά τή θεότητα τοῦ Χριστοῦ. Ὁλόκληρη ἡ Π.Δ. ἀποτελεῖ προτύπωση (σκιά)
τῆς ἀποδοχῆς τοῦ μεσσιανικοῦ Φωτός. Ἀντί τῆς θυσίας τοῦ
Μονογενοῦς Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, οἱ Ἑβραῖοι πρόσφεραν τότε στόν Ναό τόν
πρωτότοκο γιό τους μέ τή μορφή τῶν θυσιῶν καθαρῶν ζώων· ἀντί τοῦ «παρθενικοῦ τοκετοῦ» τῆς Μητροπαρθένου ἐξάγνιζαν τελετουργικά τίς λεχῶνες μέ καθαρμούς (σαράντισμα: 40 = μέσος ὅρος μιᾶς γενιᾶς), ἐφόσον τό σέξ ἐθεωρεῖτο ὡς μίασμα.
Ἀγαπητική ἀπο-δοχή τοῦ Χριστοῦ σημαίνει πίστη σ' Αὐτόν. Καί πίστη σημαίνει ἐσχατολογική «ἔξοδο» (Ek-stase) «εἰς Θεοῦ ὑπάντησιν», ἀλλά καί ἐφαρμογή τοῦ Νόμου Του (ὑπ-ακούω), πού εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ «πλησίον»
(δηλ. ἡ Ἐκκλησία). Ἀποδεχόμενος ὁ Θ. Πατέρας τόν Υἱό καί ὁ Υἱός
τόν Πατέρα, ἀκούει καί κάθε ἄνθρωπο (φτωχό, χήρα, ὀρφανό,
ταπεινό, φυλακισμένο). Ἡ ἀποδοχή τῶν ἄλλων (συγκατάβαση: empathy),
γυναικῶν, παιδιῶν σάν τό Θεῖο Βρέφος καί γερόντων σάν τόν δίκαιο
Συμεών καί τήν προφήτισσα Ἄννα, ὡς εἰκόνων τοῦ Φωτός, ἐξαγιάζει
τήν οἰκογένεια, τίς κοινωνικές - ἐπαγγελματικές σχέσεις, τό
Ἔθνος καί ὅλη τήν ἀνθρωπότητα.
Ἡ
Ὀρθοδοξία ἀρνεῖται τόσο τή μητριαρχικότητα τοῦ Παγανισμοῦ,
ὅσο καί τήν πατριαρχικότητα τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ. Στήν ἀναίμακτη
θυσία, ὅπου ὁ Υἱός προσφέρει τό Σῶμα Του (Ἐκκλησία) στόν Θ.
Πατέρα (εὐδοκία), ὁ πιστός θυσιάζει τήν ψυχή καί τό σῶμα ἀντί τῶν δύο (βλ. 2 φύσεις τοῦ Χριστοῦ) τρυγόνων
(= παρθένων). Ἔτσι, μέσα στό μυστήριο τῆς Θ. Εὐχαριστίας ὄχι
μόνο μποροῦμε νά ἀγκαλιάσουμε τόν Χριστό, ἀλλά καί νά Τόν
γευτοῦμε σωματικά (θεοδόχοι). Ἄν ἀνοίξουμε τήν καρδιά μας σ' Αὐτόν, θά γεμίσουμε ἀπό (πνευματική) χαρά (cumsummalaetitia), μεγαλύτερη ἀπό ἐκείνη τοῦ κοινοῦ τοκετοῦ: «Βρέφος
βλέπω καί Θεόν μου γνωρίζω, βρέφος θηλᾶζον καί τόν κόσμον
διατρέφον, βρέφος κλαυθμηρίζον καί κόσμῳ ζωήν καί χαράν
χαριζόμενον» (Κύριλλος Ἱεροσολύμων).
Τέλος,
ἡ ἀποδοχή τοῦ Χριστοῦ εὐεργετεῖ τήν (προσωπική καί
κοινωνική) ὑγεία καί τόν πλανήτη μας, ἐφόσον ἡ γιορτή
καθιερώθηκε τό 542 ἐξαιτίας μιᾶς ἐπιδημίας πανώλους καί ἑνός
σεισμοῦ στήν Κων/πολη, «ἵνα ὑπαντήσῃ ἵλειος ὁ Θεός τοῖς τότε κατατρεχομένους ὑπό τῶν συμφορῶν ἐκείνων» (Παῦλος Διάκονος).
Ὑπό
Σπυρίδωνος Κ. Τσιτσίγκου, MA, DD, PhD
Αν. Καθηγητού Ψυχολογίας τής Θρησκείας τού Πανεπιστημίου Αθηνών
http://www.zoiforos.gr